Ωστόσο, η αφορμή για το κείμενο αυτό προέρχεται όχι από το κείμενο προγράμματος που υπερψηφίστηκε, και το οποίο βεβαίως οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου και κριτικής, αλλά κάποιες από τις ιδέες που καταγράφηκαν ως άποψη της μειοψηφίας. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο σοβαροί λόγοι που μου επιτρέπουν μια τέτοια παρέκβαση. Ο πρώτος είναι ότι η πλατφόρμα για το «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία», όπως παρουσιάστηκε από κάποιους συντρόφους εκπροσώπους της μειοψηφήσασας άποψης μας δίνει την ευκαιρία να ιχνηλατήσουμε ορισμένα θεωρητικά αλλά και πρακτικά ζητήματα γύρω από τις έννοιες του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας, και να επιχειρήσουμε ένα γόνιμο διάλογο. Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με το γεγονός ότι οι απόψεις του «ανανεωτικού ρεύματος» του ΣΥΝ ήταν πάντα, και είναι και σήμερα, ιδιαίτερα ισχυρές (πλειοψηφικές) στην Αγία Παρασκευή, επηρεάζοντας, όπως είναι φυσικό, τη φυσιογνωμία του κόμματος στην πόλη. Σε κάθε περίπτωση, δεν παρεμβαίνω στα εσωτερικά ενός κόμματος του οποίου δεν είμαι μέλος, αλλά καταθέτω δημοσίως τις δικές μου απόψεις σε θέματα που ανέδειξε η αντιπαράθεση και ο διάλογος.
... Συνέχεια...
Αν αυτή η αναγκαστική σχηματοποίηση δεν προδίδει την ουσία της επιχειρηματολογίας των συντρόφων της ανανεωτικής τάσης, τότε μπορώ να προχωρήσω στη διατύπωση κάποιων ενστάσεων, που δεν αφορούν στην ιδέα της διαδικασίας (το δημοκρατικό δρόμο), αλλά πάνε λίγο πιο πίσω και αναφέρονται στο ίδιο το περιεχόμενο της δημοκρατίας, και βεβαίως του σοσιαλισμού.
Κατ’ αρχήν, σχετικά με τη δημοκρατία: Νομίζω ότι η αριστερά (τουλάχιστον η ριζοσπαστική εκδοχή της, εξ ονόματος της οποίας μιλάμε) είναι αντίθετη με την ιδέα που βλέπει τη δημοκρατία ως θέσπιση του δικαιώματος έκφρασης (άρα και επιβολής της βούλησης) της εκάστοτε πλειοψηφίας. Η πλειοψηφίες δεν εκφράζουν (τουλάχιστον δεν εκφράζουν πάντα) αυθεντικά το «κοινό συμφέρον» απέναντι στη βούληση μιας κοινωνικής μειοψηφίας που το αντιστρατεύεται. Αντίθετα, για την αριστερά, η δημοκρατία συνδέεται με την κατοχύρωση των εύλογων δικαιωμάτων όχι της πλειοψηφίας, αλλά των διαφόρων μειοψηφιών που απειλούνται από την ισοπεδωτική λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, και μάλιστα όχι μόνο με την αριθμητική έννοια του όρου, αλλά και με την κοινωνική. Ας θυμηθούμε ότι η Αριστερά δεν υπερασπίζεται τα δικαιώματα των μεταναστών ως ιδιαίτερης, ευαίσθητης κοινωνικής μειοψηφίας προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει ως τέτοια, αλλά με σκοπό να αναιρεθούν όλες εκείνες οι διακρίσεις που ορίζουν τους μετανάστες ως κοινωνική μειοψηφία που χρήζει ιδιαίτερης μέριμνας. Πέραν αυτού, ας θυμηθούμε ακόμα ότι η αστική εξουσία καταφεύγει συχνά στην επίκληση του κανόνα της πλειοψηφίας, προκειμένου να αμφισβητήσει «αναφαίρετα» δικαιώματα (όπως το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, ή το δικαίωμα μιας θρησκευτικής μειονότητας να ιδρύει χώρους ελεύθερης έκφρασης των θρησκευτικών της δοξασιών) που σε μια δεδομένη συγκυρία δεν έχουν πλειοψηφική στήριξη. Στη βάση αυτής της μεταφυσικής αποδοχής της αρχής της πλειοψηφίας ως πεμπτουσίας της δημοκρατίας, εδράζεται η θέση ότι για την αριστερά, το κοινωνικό σώμα δεν απαρτίζεται από ελεύθερα διαλογιζόμενους πολίτες – απόλυτα υπεύθυνους για τις επιλογές και τις πράξεις τους, αλλά από άτομα – φορείς των πιο διαφορετικών μορφών οικονομικού και ιδεολογικού καταναγκασμού, που σχετικοποιούν, αν δεν αναιρούν απόλυτα τα όποια θεσμικά κατοχυρωμένα δημοκρατικά δικαιώματα και τις όποιες πολιτικές ελευθερίες.
Αν όμως για την αριστερά η δημοκρατία δεν εξαντλείται στη θέσπιση κανόνων δημοκρατικής πλειοψηφίας για τα πάντα, κατά μείζονα λόγο ο σοσιαλισμός (η συλλογική οργάνωση των εργαζόμενων απέναντι στους χθεσινούς εκμεταλλευτές τους, και στις δομές που τείνουν να αναπαράγουν σχέσεις εκμετάλλευσης και υποταγής) δεν μπορεί να ανάγεται στην αποθέωση της δημοκρατίας, των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Ας δώσουμε κάποια παραδείγματα:
Α. Η διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, ακόμα και στην πιο προωθημένη, συμμετοχική εκδοχή της, όχι μόνο δεν μπορεί να υπερβεί τη σχέση της μισθωτής εργασίας, αλλά αντίθετα, την προϋποθέτει. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, ως σύστημα διευθέτησης των διαφορών μεταξύ μισθωτών και εργοδοσίας, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τις «αξίες» της εργασιακής πειθαρχίας, τις κυρώσεις σε βάρος αυτών που την παραβαίνουν, κλπ.
Β. Η βελτίωση της οικονομικής θέσης των μισθωτών μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας ή μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών (η «οικονομική δημοκρατία», σύμφωνα με ένα παραδοσιακό λεξιλόγιο) δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε κάποια αποδυνάμωση των εμπορευματικών σχέσεων, δεν συμβαδίζει υποχρεωτικά με τη λογική των δωρεάν δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών της παιδείας, της υγείας, του περιβάλλοντος, κοκ, δεν ανταγωνίζεται εκ προοιμίου τη δικτατορία της αγοράς.
Γ. Τέλος, η όποια διεύρυνση των δημοκρατικών και πολιτικών ελευθεριών δεν αμφισβητεί τον πυρήνα των αξιωμάτων πάνω στα οποία εδράζεται το πλέγμα των αστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, το αστικό δίκαιο. Κι όμως, ο Μαρξ, από την εποχή των πρόχειρων σημειώσεων της κριτικής του Προγράμματος της Γκότα (1875) είχε ήδη επισημάνει την αναγκαιότητα της ρήξης με τις αρχές του αστικού δικαίου, κυρίως με τις ιδέες των «ελεύθερων πολιτών» που είναι σε θέση να συνάπτουν ανεμπόδιστα «αμοιβαία επωφελείς» εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις επιλογές τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το πιο φιλόδοξο ιστορικό εγχείρημα ανατροπής των δομών της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, η κινέζικη πολιτιστική επανάσταση, εστίασε την κριτική της στο αστικό δίκαιο και ενθάρρυνε τη δημιουργία ενός κινήματος μαζών που θα οδηγούσε σε μια έμπρακτη αμφισβήτηση του αστικού δικαίου. Η ίδια η κινέζικη πολιτιστική επανάσταση, η βίαιη είσοδος των λαϊκών μαζών στο ιστορικό προσκήνιο, με τις αντιφάσεις και τις ανεπάρκειες που φυσιολογικά θα συναντήσουμε σε ένα τέτοιο πρωτοφανή κοινωνικό πειραματισμό, δεν οργανώθηκε στο όνομα της οικοδόμησης ενός «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία», αλλά μάλλον στο όνομα μιας ανελέητης κριτικής σε κάθε κληρονομιά του αστικού κόσμου, μιας κριτικής που γίνεται όχι από τους «ελεύθερους πολίτες» αλλά από ένα νέο υποκείμενο που εισβάλλει για πρώτη φορά στο ιστορικό προσκήνιο, και που αναζητεί ακόμα ένα προσφορότερο όνομα: τις μάζες.
Θα κλείσω αυτό το σημείωμα με μια αναγκαία τελευταία παρατήρηση: Θα ήταν λάθος αν οι αναφορές στην κινέζικη πολιτιστική επανάσταση που προηγήθηκαν να υποκαταστήσουν μια απογειωμένη συζήτηση για το σοσιαλιστικό-δημοκρατικό-ελεύθερο μέλλον με μια εξ ίσου απογειωμένη συζήτηση για το όποιο σοσιαλιστικό παρελθόν. Προσωπικά είμαι πεισμένος ότι κάθε συζήτηση για το σοσιαλισμό δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την ανάγκη να συναντήσουμε, να πολιτικοποιήσουμε και να δώσουμε προοπτική στην αντίσταση απέναντι στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα, μια αντίσταση που ευτυχώς, η δυστυχώς, υπάρχει ανεξάρτητα από μας, ίσως και σε πείσμα μερικών από μας.