WHEN YOU INVITE PEOPLE TO "RAVE", YOU ARE INVITING

Revolution - Революция - Rivoluzione - Revolución - Επανάσταση - Révolution -革命

15.12.08

Από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Κι εγώ η φτωχή κι εγώ η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους.

Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μου ’καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.

Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.

Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.

Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρίζω.

Γιε μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.



... Συνέχεια... μέχρι να το θυμηθώ...

από ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 4.5.2006
Η τελευταία αναλαμπή πριν απ το βαθύ σκοτάδι
Η μεγάλη εργατική εξέγερση 8 - 12 Μαΐου στη συμπρωτεύουσα έφερε εργάτες και στρατιώτες στην ίδια πλευρά εναντίον των χωροφυλάκων του Μεταξά, που λίγο καιρό μετά έβαλε την Ελλάδα στον γύψο. Τα σκληρά μέτρα, αντί να φοβίσουν τους εξεγερμένους, δημιούργησαν ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης που απλώθηκε παντού.
Το 1936 ήταν μια πολύ άσχημη χρονιά για την κοινοβουλευτική δημοκρατία στη χώρας μας, και αυτό φάνηκε από τους πρώτους μήνες, όταν μέχρι τον Απρίλιο είχαν πεθάνει τρεις πρώην πρωθυπουργοί και σημαντικότατοι πολιτικοί ηγέτες τις εποχής: Γ. Κονδύλης, Ε. Βενιζέλος, Κ. Δεμερτζής. Το πολιτικό κενό βιάζεται να καλύψει ο βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος ουσιαστικά επιβάλλει τον μέχρι τότε αδιάφορο πολιτικά Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ψηφίζεται πρωθυπουργός από τη Βουλή στις 25 Απριλίου 1936. Οι παλιότερες φιλοδικτατορικές απόψεις του Μεταξά μαζί με τις αντεργατικές του αντιλήψεις τον φέρουν άμεσα ενάντια στο εργατικό κίνημα, το οποίο εκείνη την εποχή βρισκόταν σε έξαρση.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου υπήρχε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους του εργατικού κινήματος, και σε όλη τη χώρα διοργανώνονταν μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις. Οι άθλιες εργασιακές συνθήκες, τα μηδαμινά μεροκάματα, καθώς και η μεγάλη άνοδος του ΚΚΕ, που μέσα σε διάστημα πέντε χρόνων είχε πολλαπλασιάσει τα μέλη του, έκαναν την εργασιακή έκρηξη αναπόφευκτη.
Ενδεικτική αυτής της ατμόσφαιρας είναι η αναφορά του υπαλλήλου του αγγλικού προξενείου Θεσσαλονίκης Λόμας προς τον άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα Γουόλκερ: «Κάθε φορά που εκδηλώνεται εργατική δυσαρέσκεια σε αυτή την περιοχή, οι αρχές αντί να επιζητούν μια κάπως δραστική θεραπεία του κακού, τείνουν να την αποδίδουν αυτόματα σε κομμουνιστική προπαγάνδα, την οποία αισθάνονται ότι πρέπει να καταπνίξουν… Στη ρίζα του κακού βρίσκεται η μεγάλη οικονομική αθλιότητα που επικρατεί στα κατώτερα στρώματα, και ειδικά στις εργαζόμενες τάξεις... Από την άλλη μεριά, εσωτερικές διενέξεις που κορυφώθηκαν με το περσινό κίνημα, ακολουθούμενες από πολιτικά γεγονότα, δεν επέτρεψαν στους ηγέτες αυτής της χώρας να ασχοληθούν με την ευημερία του λαού. Η δυσαρέσκεια θα είχε εδώ και πολύ καιρό βρει διέξοδο σε ταραχές, αν οι διάφοροι δικτάτορες δεν επέβαλλαν αυστηρούς περιορισμούς σε βάρος των αντιθέτων απόψεων».
Στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων είναι οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ζητούν αύξηση των ημερομισθίων τους από τις 75 δρχ. στις 120 - 130 δρχ., ενώ οι εργοδότες αντιπροτείνουν μόλις 80 δρχ. Η απεργία απλώνεται παντού με αποτέλεσμα οι απεργοί καπνεργάτες να φτάνουν τις 50.000 σε όλη τη χώρα. Το πρωί της 8ης Μαΐου 1936, 6.000 διοργανώνουν πορεία, αλλά η απαγόρευση της χωροφυλακής στο να πλησιάσουν το διοικητήριο της πόλης είναι η αφορμή για να ξεσπάσουν τα πρώτα επεισόδια.
Απεργιακή θύελλα
Στις συγκρούσεις που ακολουθούν οι χωροφύλακες δείχνουν μια απρόσμενη σκληρότητα με πολλούς ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς στον αέρα, ενώ οι άοπλοι διαδηλωτές απαντούν με πέτρες και ξύλα. Η συγκέντρωση διαλύεται, αλλά στους καπνεργάτες συμπαραστέκονται πλέον με μαζικές απεργίες οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, οι εργάτες ηλεκτρισμού, και οι τροχιοδρομικοί. Η μόλις μερικών ημερών κυβέρνηση Μεταξά δείχνει από την αρχή την προτίμησή της στα στρατιωτικά μέσα, και επιλέγει την καταστολή στέλνοντας στην πόλη το Γ’ Σώμα Στρατού και επιστρατεύοντας σιδηροδρομικούς και τροχιοδρομικούς.
Όμως αντί τα σκληρά αυτά μέτρα να εκτονώσουν την κατάσταση, δημιούργησαν όχι μόνο ένα κύμα συμπαράστασης με απεργίες αλληλεγγύης από λιμενεργάτες, αρτεργάτες κ.λπ., αλλά και ένα πρωτόγνωρο κύμα ανυπακοής με αποτέλεσμα οι απεργοί να αγνοήσουν την κυβερνητική επιστράτευση. Πλέον όλη η Θεσσαλονίκη απεργεί, όλη η Θεσσαλονίκη είναι στους δρόμους. Το τεράστιο πλήθος που έχει πλημμυρίσει τους δρόμους της πόλης προσπαθεί να κινηθεί προς το κτίριο της Γενικής Διοίκησης. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, οι χωροφύλακες εμποδίζουν το πλήθος να πλησιάσει, αλλά αυτή τη φορά δεν πυροβολούν στο αέρα, αλλά στο ψαχνό. Ο πρώτος νεκρός είναι ο Τάσος Τούσης, τον χαμό του οποίου τίμησε ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου. Το πτώμα του Tούση, που τοποθετείται από τους απεργούς πάνω σε μια πόρτα, είναι η σπίθα που ανάβει τη φωτιά και πλέον «… η συγκέντρωση ανάβει και όλα είναι συνειδητά…».
Σφαγή απεργών
Οι διαδηλωτές αντεπιτίθενται πετώντας πέτρες και ξύλα. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των οδομαχιών από την εφημερίδα «Ακρόπολις»: « Οι απεργοί ορμητικότατοι, άφοβοι, εμάχοντο, ανθίσταντο, επετίθεντο, έφευγαν καταδιωκόμενοι και συνεχώς ανασυγκροτούμενοι, απεδοκίμαζαν, εγιουχάιζαν, εζητωκραύγαζαν με ένα θάρρος πρωτοφανές μέσα εις τας απείρους, αδέσποτας σφαίρας. Μόνο όσοι εδιάβασαν εις τας περιγραφάς των γεγονότων της Ισπανίας μπορούν να φανταστούν την σημερινήν όψιν της ισπανοποιηθείσης Θεσσαλονίκης».
Η χωροφυλακή όμως είναι οπλισμένη και αποφασισμένη να διαλύσει το πλήθος, και έτσι αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό κατά των διαδηλωτών, ενώ έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται στους αόπλους με τις σπάθες τους. Η μανία των ανδρών της χωροφυλακής είναι τόσο μεγάλη, που αν δεν επενέβαιναν στρατιωτικά τμήματα να τους σταματήσουν, η σφαγή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Ακόμα κι έτσι όμως υπάρχουν 12 νεκροί, 32 βαριά τραυματισμένοι και 250 ελαφρά, ενώ μέσα σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ένας χωροφύλακας. Τα ονόματα των νεκρών είναι: Β. Σταύρου, Ίντο Σεννόρ, Ι. Πανόπουλος, Δ.Αγλαμίδης, Αναστάσιος Τούσης, Σαλβαντόρ Ματαράσο, Δημήτρης Λαϊλάνης, Αναστασία Καρανικόλα, Σ. Διαμαντόπουλος, Ιωάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Εμμανουήλ Ζαχαρίου.
Λαός - στρατός κατά Μεταξά!
Η διαδήλωση έχει διαλυθεί για μια ακόμη φορά, αλλά πλέον η οργή όλων των θεσσαλονικέων είναι τόσο μεγάλη για τους χωροφύλακες που προκάλεσαν τους αναίτιους θανάτους, που η κυβέρνηση, φοβούμενη το λιντσάρισμά τους από το πλήθος που είναι κυρίαρχο πλέον στα προάστια της πόλης, τους κλείνει στα αστυνομικά τμήματα, δίνοντας τον κυρίαρχο ρόλο στο στρατό. Με αυτό το καινούργιο δεδομένο οι διαδηλωτές συγκεντρώνονται και πάλι το απόγευμα της 9ης Μαΐου και παρόλο που το πλήθος είναι περισσότερο από το πρωί, δεν σημειώνεται το παραμικρό επεισόδιο. τσι καταρρίπτεται και το μετέπειτα επιχείρημα του Μεταξά για την κήρυξη της δικτατορίας, ο οποίος χρησιμοποιώντας τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μίλησε για «… κτύπημα απεργιακής συνωμοσίας», που βέβαια σαν στόχο είχε την ανατροπή του καθεστώτος και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού συστήματος…
Αν υπήρχε κάποιο τέτοιο οργανωμένο σχέδιο δεν θα είχε εγκαταλειφθεί ακριβώς τώρα που είχε καταφέρει τους σκοπούς του: ο λαός ήταν ενωμένος στους δρόμους, η χωροφυλακή ανίσχυρη στα τμήματα και ο στρατός ήταν ενωμένος με τον λαό. Παρά το ότι η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μια ακυβέρνητη πόλη, ο μόνος που επιχείρησε να ανατρέψει την κατάσταση δεν ήταν ο λαός, αλλά ο Μεταξάς στέλνοντας εσπευσμένα στην πόλη τέσσερα αντιτορπιλικά και ένα σύνταγμα πεζικού. Ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης δηλώνει: « Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης ενθυμίζουν τσαρικάς σφαγάς και προοιωνίζονται την εξέγερσιν των ψυχών».
Η κηδεία των θυμάτων στις 10 Μαΐου θυμίζει γιορτή ελευθερίας. Πάνω από 150.000 κόσμου στην πορεία για το νεκροταφείο βαδίζει αμίλητος, ενώ ο στρατός όχι μόνο δεν παίζει τον ρόλο της περιφρούρησης που του έχει ανατεθεί, αλλά ενώνεται με το πλήθος και καταθέτει στεφάνι για τα θύματα της χωροφυλακής. Ο επικεφαλής της στρατιωτικής δύναμης σηκώνεται στα χέρια των πολιτών και δηλώνει στους συγκεντρωμένους ότι «όλος ο στρατός είναι στο πλευρό τους». Ο Μεταξάς δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτή την «ήττα» από τον αγαπημένο του στρατό, και θα θελήσει να τον επαναφέρει στην τάξη λίγους μήνες μετά με την κήρυξη της δικτατορίας. Η αντίστροφη μέτρηση για αυτή έχει ήδη δοθεί την ημέρα της παλλαϊκής κηδείας με τη συνάντηση Μεταξά - Γεωργίου, όπου ο πρώτος μιλάει για την αναγκαιότητά μιας δικτατορίας και ο δεύτερος δίνει τη συγκατάθεσή του.
Η πλήρη αποδοχή όλων των αιτημάτων των καπνεργατών στις 12 Μαΐου είναι μια μεγάλη νίκη όλου του εργατικού κινήματος, αλλά και η τελευταία φωτεινή αναλαμπή μπροστά στη μεγάλη νύχτα που πλησιάζει.
Ο Επιτάφιος Ρίτσου - Θεοδωράκη
Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον Γιάννη Ρίτσο. Ο μεγάλος μας ποιητής βλέποντας τη μάνα του 25χρονου αυτοκινητιστή Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από το νεκρό παιδί της στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, αφήνει το συλλογικό στοιχείο του αγώνα, για να εστιάσει στο προσωπικό δράμα της μάνας, και να επιστρέψει στην ανάγκη για συλλογικό αγώνα για να μην πάει χαμένος και αυτός ο θάνατος. Ο «Επιτάφιος» που βγαίνει μέσα στην ίδια χρονιά, όχι μόνο απαγορεύεται από τη λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά και αντίτυπα του βιβλίου καίγονται στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Η φλόγα της ποιητικής συλλογής όχι μόνο σβήνει, αλλά ξαναφουντώνει όταν το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης λαμβάνει στο Παρίσι τα ποιήματα του Ρίτσου, και συγκλονισμένος γράφει ουσιαστικά σε ένα απόγευμα τα τραγούδια που πέρασαν τα γεγονότα του 1936 στα χείλια όλων.


1 σχόλιο:

raveionistis είπε...

Απόσπασμα από τον "Aμλετ", του Σαίξπηρ,γραμμένο στον τάφο του Αλέξη.


“Αν είχα χρόνο. Αν μ’ άφηνε ο θάνατος που κανείς δεν σταμάτησε. Αν μπορούσα να σας πω. Πεθαίνω. Ομως εσείς ζείτε. Δικαιώστε με. Πείτε για μένα. Προπάντων στους ανύποπτους. Σε κείνους που δεν ξέρουν… Οι φίλοι μου με λέγαν πρίγκιπα. Δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι το όνομά μου θα επικρατούσε τόσο πολύ στον κόσμο. Αυτοί οι πρίγκιπες πεθαίνουν αθώοι, δολοφονημένοι σε μάχες που δεν δόθηκαν ποτέ.”