WHEN YOU INVITE PEOPLE TO "RAVE", YOU ARE INVITING

Revolution - Революция - Rivoluzione - Revolución - Επανάσταση - Révolution -革命

27.12.08

Μασκοφόροι, Ενοπλοι, Κρανοφόροι, Ασπιδοφόροι, Ανώνυμοι Κρατικοί Καταστολείς

3 comments

1ον Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να προστατέψουν και αυτοί την υγεία τους, όπως τα ΜΑΤ που φορούν μάσκες με φίλτρα πριν να εκσφενδονίσουν τα δηλητήριά τους. Δηλαδή τα ΜΑΤ είναι μασκοφόροι.Οι πολίτες πράγματι φορούν μαντήλια για να φιλτράρουν τα χημικά που τους πετάνε, ενίοτε επειδή τα μαντήλια πέφτουν και δεν συγκρατούν σφιχτά το στόμα και τη μύτη, μια κουκούλα μπορεί να το βαστάει στη θέση του το μαντήλι, φυσικά υπάρχει και το κασκόλ μόνον που σε στιγμές ανάγκης δεν δένεται εύκολα και γλιστράει. Άρα οι κουκουλοφόροι από άμυνα και από ανάγκη υπάρχουν απέναντι στους μασκοφόρους δημόσιους λειτουργούς.

2ον Η ιστορία αυτή ισχύει τουλάχιστον από τις πρώτες διαδηλώσεις μετά την πτώση της χούντας, φυσικά και για λόγους προφύλαξης και μη αναγνωρισιμότητας. Και εδώ ερχόμαστε στο άλλο θέμα όπου οι διάφοροι ειδήμονες το παίζουν παρθένες, πρέπει αυτός που διαδηλώνει να είναι αναγνωρίσiμος και καταγράψιμος; Ποια είναι αυτή η λογική που λέει δεν έχω τίποτα να φοβηθώ;

3ον Τα ΜΑΤ και οι αστυνομικές δυνάμεις έχουν πάντα κρυμμένα τα διακριτικά τους -εμείς γιατί πρέπει να τα δείχνουμε; Μήπως αυτή δεν είναι μια ασφαλίτικη λογική!
...
Συνέχεια...
4ον Αυτά που ρίχνουν οι δημόσιοι λειτουργοί πρέπει να είναι δηλητηριώδη, εκκωφαντικά, σφαίρες από καουτσούκ κ.λπ. -ποιος προστατεύει τη δημόσια υγεία του πληθυσμού; Παράδειγμα: είχα πάει την Κυριακή το παιδί μου στο Α. Κυριακού και δεν μπορούσαν τα παιδιά να αναπνεύσουν μέσα στο κτίριο του νοσοκομείου γιατι ο αέρας έφερε μέσα τα δακρυγόνα και τέλος ποιος τους είπε πως έχουν το δικαίωμα να κρύβουν τα διακριτικά τους;

5ον Υπόθεση εργασίας: Αν είχαν διάθεση οι διαδηλωτές και χρήματα να είναι ίσοι με τα παλληκάρια για να βρίσκονται σε ισότιμη αντιπαράθεση, τι θα έκανε το κράτος; Τώρα τους λοιδορεί σαν κουκουλοφόρους λέγοντάς τους πως κακώς δεν κάθεστε να πνιγείτε από τα δηλητήρια που σας ρίχνω αλλά προφυλάσσετε τον εαυτό σας κιόλας και δεν σας αναγνωρίζω μ' αυτές τις κουκούλες! Κι αν λοιπόν η σύγκρουση γίνει με κράνη, κι αν έχουνε κι άλλα τσιμπράγκαλα όπως τα ΜΑΤ -τότε παιδιά ποιός θα τρέχει και δεν θα προφταίνει; Και βέβαια κανένα ΜΑΤ δεν θα ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπο με τον οργισμένο πολιτικά κόσμο που θα έχει τα ίδια παιχνίδια με εκείνον στα χέρια του.

6ον Όλη η απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι στην κριτική για τη χρήση όπλων από την αστυνομία, πως είναι μεμονωμένα γεγονότα και η φοβική στάση της κυβέρνησης να μην δούμε κοινωνική διάσταση στη νεολαιίστικη εξέγερση μπορεί να οδηγήσει σε δύσκολες και μπερδεμένες καταστάσεις που δεν εξυπηρετούν παρά μόνον τη συγκάλυψη των πραγματικων αιτίων με στόχο την καταπάτηση των δικαιωμάτων για μόρφωση, υγεία, εργασία, κοινωνική ειρήνη και τον εξευτελισμό του ανθρώπου.

7ον Κάτω από την κουκούλα βέβαια υπάρχουν και αυτοί που ασκούν βία όπως στα γήπεδα ή σε κάθε εκδήλωση που καταλήγει άσχημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μασκοφόρους -από αυτούς μάλιστα ξεκίνησαν τα γεγονότα αλλά και συνεχίστηκαν- ευτυχώς είχανε ξεχάσει να φοράνε μάσκες μια που δεν υπήρχαν δακρυγόνα. Γιατι δεν λέει κανείς τίποτα ενάντια στους κουκουλοφόρους των σούπερ μάρκετ που μοιράζουν τα τρόφιμα; Η κουκούλα δεν κάνει τον παπά αλλά η μάσκα φέρει την υπογραφή της εξουσίας.

8ον Ο Αλέξανδρος μαζεύτηκε, έσκυψε να προφυλάξει το κορμί του όταν συνάντησε τον τρόμο. Μήπως εσείς θαρραλέoι μου θα ανοίγατε τα πουκάμισά σας και θα προτείνατε τα στιβαρά σας στήθη βροντοφωνάζοντάς του βάρα με στο στήθος, ρε! Έχετε τρελαθεί, να μην υπολογίζετε στο ότι στατιστικά, παγκόσμια, οι περισσότερες τέτοιες πράξεις αστυφυλάκων -εξ ορισμού λοιπόν- χαρακτηρίζονται εξοστρακισμός! Aλλά παράλληλα δεν έχετε αντιληφθεί στατιστικά ότι όταν έχεις 100 ανθρώπους μπροστά σου και ρίξεις 10 σφαίρες στον αέρα το αποτέλεσμα εξοστρακισμού που να πετύχει στόχο είναι περίπου μηδενικό! Εγώ στο Ναυτικό το έμαθα εσείς που είσαστε επαγγελματίες δεν ακούσατε πόσο από τον εξοστρακισμό χάνει διεισδυτική δύναμη η σφαίρα και τέλος μην μου πείτε πως δεν γνωρίζετε πως υπάρχουν σφαίρες που δείχνουν εξοστρακισμένες πριν να χρησιμοποιηθούν! Και δείξατε, βρήκατε το σημάδι εξοστρακισμού σ' έναν τοίχο ή κολώνα και βέβαια όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες δεν ξέρουν τίποτα για τον φόνο!

Τέλος, αυτό που ξεκίνησε με τόσο αυθεντικό τρόπο, ανένταχτο σε στεγανά και μικροκομματισμούς, πέρα από τις ψηφοθηρικές αντιπαραθέσεις, παρακαλώ σεβαστείτε το, είναι τα παιδιά μας. Αφήστε τα ήσυχα να προσδιορίσουν έναν ουσιαστικότερο δρόμο. Επιτρέψτε τους να είναι διαφορετικά από εμάς. Απαιτήστε από τη σημερινή και την αυριανή κυβέρνηση να αναγκάσει την αστυνομία να σέβεται τους πολίτες και να προστατεύει τις περιουσίες τους για να μην το χρεώνουνε στο κίνημα των προβληματισμένων αυτών νέων. Αλλά να το χρεώνουν εκεί που πρέπει δηλαδή στην σκόπιμη απουσία της αστυνομίας τις πρώτες μέρες, δηλαδή στον ψηφοθηρικό σχεδιασμό της κυβέρνησης άς τους να καούν και θα τους αποζημιώσουμε (κάηκε όλη η Ελλάδα πέρσι και φέτος ζητάνε και τα τριχίλιαρα πίσω, την ψήφο τους την πήραν!) ή στον άλλον θαυμάσιο σχεδιασμό ας τους να τα κάψουν για να στραφεί ο κόσμος εναντίον τους, έξυπνο, μπράβο! Κάηκαν όμως τόσα μαγαζιά και το κίνημα συνεχίζει με αμείωτο κέφι, θάρρος και αγωνιστικότητα.

Το ταξίδι σας ξεκίνησε σ' αυτήν τη μεγάλη, θαρραλέα περιπέτεια, ο αγώνας δεν σταματάει και η ζωή μπορεί και πρέπει να επαναπροσδιορίζεται. Είμαι μαζί σας.

Του Κωστή Τριανταφύλλου (δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 25.12.2008)
Read more!

25.12.08

Does Democracy Really Work?

0 comments


... Συνέχεια...
Μα.. δεν λειτουργεί η δημοκρατία!

Αν λειτουργούσε, τότε για παράδειγμα ο Υπ.Παιδείας Στυλιανίδης δεν θα χαρακτήριζε "απερίσκεπτο" τον αστυνομικό που δολοφόνησε ένα παιδί και "εγκληματία" τον συμμαθητή του που πέταξε νεράντζια! Βέβαια πού να βρουν ισορροπία τα παχύδερμα.

Αν λειτουργούσε, τότε δεν θα υπήρχαν κουκουλοφόροι αστυνομικοί να σεριανίζουν με τηλεσκοπικούς λοστούς μαζί με τους αστυνομικούς στην πρώτη γραμμή!

Αν λειτουργούσε, ο Βορίδης θα είχε καταδικαστεί ήδη για τους τραμπουκισμούς του - χρόνια πάθηση των ελληνάριων - και τώρα θα ήταν έξω με αναστολή (καθότι η δημοκρατία συγχωρεί) και κανένας δεν θα του επέτρεπε να ασελγεί στα "παράθυρα" στο όνομα της "νομιμότητας"

Θα λειτουργούσε αν δεν χαρακτηρίζονταν αλήτες συλλήβδην οι μαθητές, οι φοιτητές και οι δάσκαλοί τους και η πολιτεία έσκυβε στα προβλήματα αντί να υπηρετεί τα συμφέροντα των κολεγιαρχών.

Θα λειτουργούσε αν το πρόβλημα δεν ήταν η εξασφάλιση των κερδών αλλά η εξασφάλιση των ανθρώπων και το ερώτημα ήταν πως θα διασφαλίσουμε δουλειά και προκοπή (υγεία, παιδεία και πρόνοια) για όλους ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση!

Θα λειτουργούσε αν η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου γινόταν από τη συντεταγμένη πολιτεία που τώρα "επιτυχημένα" πρακτορεύει τα συμφέροντα των μεγαλοεργολάβων.

Θα είμασταν περήφανοι αν περιφρουρούνταν τα πραγματικά δέντρα αντί για τα ψεύτικα.

Αλλά δεν λειτουργεί αλλά σέρνεται και αυτό όλοι/ες το αντιλαμβανόμαστε καθημερινά!

Η καταδίκη όσων αυθόρμητα συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες τελικά (διότι καταδικάζουν τις μολότοφ με την ίδια βαρύτητα που καταδικάζουν π.χ. την κατάληψη της ΓΣΕΕ, την διαμαρτυρία στην Ακρόπολη και τις "θεατρικές πρεμιέρες" αλλά και τη συμβολική ρύπανση του χριστουγεννιάτου δένδρου - τοτέμ του καταναλωτισμού) σκοπό έχει να οχυρώσει ιδεολογικά το σύστημα και να καταστείλει τις αντιδράσεις. Αποδεδειγμένη εμπειρία στην καταστολή κάθε είδους έχουν το κράτος, ο "Πρετεντέρης" και η "Παπαρήγα". Γιαυτό και τα κοπλιμέντα μεταξύ τους.

Μ.Κ.

το clip από το indymedia
Read more!

17.12.08

Εσύ! Γιατί δεν καταδικάζεις τη βία;

1 comments

Γενικά μιλώντας, η πράξη της καταδίκης δεν έχει καμία αποτελεσματικότητα ως προς την αντιμετώπιση αυτού που καταδικάζει. Για παράδειγμα, όλοι καταδικάζουν τα φαινόμενα βίας στα γήπεδα όμως η γηπεδική βία εξακολουθεί να αυξάνεται διαχρονικά.

Έχει όμως μεγάλη αποτελεσματικότητα ως προς αυτό που
δεν καταδικάζει. Διότι όταν καταδικάζεις κάτι, στην ουσία το κάνεις για να μην καταδικάσεις κάτι άλλο. Στη περίπτωση των γηπέδων καταδικάζεται η βία δηλαδή αυτοί που την πράττουν ως φυσικοί αυτουργοί για να μην καταδικαστεί το παρακράτος των ΠΑΕ και των Προέδρων που έχουν άμεση σχέση και δοσοληψίες με το κράτος και είναι τελικά όλοι αυτοί που θέλουν την βία ως ηθικοί αυτουργοί. Και την θέλουν, γιατί η βία ανατροφοδοτεί τον φανατισμό και αυξάνει τα έσοδα τους (και μην βιαστείτε να πείτε ότι η βία διώχνει τις οικογένειες από τα γήπεδα γιατί μπορεί να διώχνει κάποιους αλλά προσελκύει πολλούς περισσότερους).

Στην περίπτωση του κράτους, όταν αυτό καταδικάζει την βία πο
υ προέρχεται από «κουκουλοφόρους» ή άλλους, το κάνει για να μην καταδικαστεί το ίδιο. Γιατί το κράτος έχει το μονοπώλιο της οργανωμένης βίας (στρατός, αστυνομία, τόνοι χημικά που ρίχνει αδιακρίτως) και φυσικά δυσανασχετεί όταν κάποιοι του αμφισβητούν το μονοπώλιο. Έτσι λοιπόν αυτοί που καταδικάζουν γενικά τη βία (από όπου και αν προέρχεται) είναι υποκριτές γιατί καταδικάζοντας τις μολότωφ, θα έπρεπε να προτείνουν και τον αφοπλισμό τους κράτους, αλλά το τελευταίο δεν το κάνουν γιατί στην πραγματικότητα δεν καταδικάζουν την βία γενικά. Στην πραγματικότητα, στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους πιστεύουν ότι ορισμένες μορφές βίας (αυτές του κράτους) είναι απαραίτητες και χρήσιμες (για να μην μας κλέψουν οι κλέφτες, για να μην μας φάνε οι Τούρκοι κλπ). Αφού λοιπόν μια κάποια ορισμένη βία μπορεί και να είναι χρήσιμη για το κράτος και τους υποστηριχτές του, τότε είναι πιθανόν και κάποιες άλλες μορφές βίας να είναι χρήσιμες, έστω και αν αυτήν την χρησιμότητα δεν την καρπώνεται το κράτος αλλά άλλοι.

Και για όσους δεν κατάλαβαν,
δεν καταδικάζω τα γεγονότα.
Τι είμαι εγώ, ένας απλός υπαλληλάκος είμαι και όχι ο Πρετεντέρης!

Στην περίπτωση πάντως που με εξαναγκάσει κάποιος να τα καταδικάσω, θα κάνω παζάρι! Θα τα καταδικάσω αφού αφοπλιστεί το κράτος!
PS

... Συνέχεια... Read more!

15.12.08

Από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου

1 comments

Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Κι εγώ η φτωχή κι εγώ η λιγνή, μεγάλη μέσα σ’ όλους,
με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους.

Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια
που μου ’καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.

Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας
δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.

Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο)
ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.

Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια να γδέρνω, δες, βαδίζω
και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρίζω.

Γιε μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.



... Συνέχεια... μέχρι να το θυμηθώ...

από ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 4.5.2006
Η τελευταία αναλαμπή πριν απ το βαθύ σκοτάδι
Η μεγάλη εργατική εξέγερση 8 - 12 Μαΐου στη συμπρωτεύουσα έφερε εργάτες και στρατιώτες στην ίδια πλευρά εναντίον των χωροφυλάκων του Μεταξά, που λίγο καιρό μετά έβαλε την Ελλάδα στον γύψο. Τα σκληρά μέτρα, αντί να φοβίσουν τους εξεγερμένους, δημιούργησαν ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης που απλώθηκε παντού.
Το 1936 ήταν μια πολύ άσχημη χρονιά για την κοινοβουλευτική δημοκρατία στη χώρας μας, και αυτό φάνηκε από τους πρώτους μήνες, όταν μέχρι τον Απρίλιο είχαν πεθάνει τρεις πρώην πρωθυπουργοί και σημαντικότατοι πολιτικοί ηγέτες τις εποχής: Γ. Κονδύλης, Ε. Βενιζέλος, Κ. Δεμερτζής. Το πολιτικό κενό βιάζεται να καλύψει ο βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος ουσιαστικά επιβάλλει τον μέχρι τότε αδιάφορο πολιτικά Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ψηφίζεται πρωθυπουργός από τη Βουλή στις 25 Απριλίου 1936. Οι παλιότερες φιλοδικτατορικές απόψεις του Μεταξά μαζί με τις αντεργατικές του αντιλήψεις τον φέρουν άμεσα ενάντια στο εργατικό κίνημα, το οποίο εκείνη την εποχή βρισκόταν σε έξαρση.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου υπήρχε μεγάλη αναταραχή στους κόλπους του εργατικού κινήματος, και σε όλη τη χώρα διοργανώνονταν μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις. Οι άθλιες εργασιακές συνθήκες, τα μηδαμινά μεροκάματα, καθώς και η μεγάλη άνοδος του ΚΚΕ, που μέσα σε διάστημα πέντε χρόνων είχε πολλαπλασιάσει τα μέλη του, έκαναν την εργασιακή έκρηξη αναπόφευκτη.
Ενδεικτική αυτής της ατμόσφαιρας είναι η αναφορά του υπαλλήλου του αγγλικού προξενείου Θεσσαλονίκης Λόμας προς τον άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα Γουόλκερ: «Κάθε φορά που εκδηλώνεται εργατική δυσαρέσκεια σε αυτή την περιοχή, οι αρχές αντί να επιζητούν μια κάπως δραστική θεραπεία του κακού, τείνουν να την αποδίδουν αυτόματα σε κομμουνιστική προπαγάνδα, την οποία αισθάνονται ότι πρέπει να καταπνίξουν… Στη ρίζα του κακού βρίσκεται η μεγάλη οικονομική αθλιότητα που επικρατεί στα κατώτερα στρώματα, και ειδικά στις εργαζόμενες τάξεις... Από την άλλη μεριά, εσωτερικές διενέξεις που κορυφώθηκαν με το περσινό κίνημα, ακολουθούμενες από πολιτικά γεγονότα, δεν επέτρεψαν στους ηγέτες αυτής της χώρας να ασχοληθούν με την ευημερία του λαού. Η δυσαρέσκεια θα είχε εδώ και πολύ καιρό βρει διέξοδο σε ταραχές, αν οι διάφοροι δικτάτορες δεν επέβαλλαν αυστηρούς περιορισμούς σε βάρος των αντιθέτων απόψεων».
Στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων είναι οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ζητούν αύξηση των ημερομισθίων τους από τις 75 δρχ. στις 120 - 130 δρχ., ενώ οι εργοδότες αντιπροτείνουν μόλις 80 δρχ. Η απεργία απλώνεται παντού με αποτέλεσμα οι απεργοί καπνεργάτες να φτάνουν τις 50.000 σε όλη τη χώρα. Το πρωί της 8ης Μαΐου 1936, 6.000 διοργανώνουν πορεία, αλλά η απαγόρευση της χωροφυλακής στο να πλησιάσουν το διοικητήριο της πόλης είναι η αφορμή για να ξεσπάσουν τα πρώτα επεισόδια.
Απεργιακή θύελλα
Στις συγκρούσεις που ακολουθούν οι χωροφύλακες δείχνουν μια απρόσμενη σκληρότητα με πολλούς ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς στον αέρα, ενώ οι άοπλοι διαδηλωτές απαντούν με πέτρες και ξύλα. Η συγκέντρωση διαλύεται, αλλά στους καπνεργάτες συμπαραστέκονται πλέον με μαζικές απεργίες οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι, οι εργάτες ηλεκτρισμού, και οι τροχιοδρομικοί. Η μόλις μερικών ημερών κυβέρνηση Μεταξά δείχνει από την αρχή την προτίμησή της στα στρατιωτικά μέσα, και επιλέγει την καταστολή στέλνοντας στην πόλη το Γ’ Σώμα Στρατού και επιστρατεύοντας σιδηροδρομικούς και τροχιοδρομικούς.
Όμως αντί τα σκληρά αυτά μέτρα να εκτονώσουν την κατάσταση, δημιούργησαν όχι μόνο ένα κύμα συμπαράστασης με απεργίες αλληλεγγύης από λιμενεργάτες, αρτεργάτες κ.λπ., αλλά και ένα πρωτόγνωρο κύμα ανυπακοής με αποτέλεσμα οι απεργοί να αγνοήσουν την κυβερνητική επιστράτευση. Πλέον όλη η Θεσσαλονίκη απεργεί, όλη η Θεσσαλονίκη είναι στους δρόμους. Το τεράστιο πλήθος που έχει πλημμυρίσει τους δρόμους της πόλης προσπαθεί να κινηθεί προς το κτίριο της Γενικής Διοίκησης. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, οι χωροφύλακες εμποδίζουν το πλήθος να πλησιάσει, αλλά αυτή τη φορά δεν πυροβολούν στο αέρα, αλλά στο ψαχνό. Ο πρώτος νεκρός είναι ο Τάσος Τούσης, τον χαμό του οποίου τίμησε ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου. Το πτώμα του Tούση, που τοποθετείται από τους απεργούς πάνω σε μια πόρτα, είναι η σπίθα που ανάβει τη φωτιά και πλέον «… η συγκέντρωση ανάβει και όλα είναι συνειδητά…».
Σφαγή απεργών
Οι διαδηλωτές αντεπιτίθενται πετώντας πέτρες και ξύλα. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή των οδομαχιών από την εφημερίδα «Ακρόπολις»: « Οι απεργοί ορμητικότατοι, άφοβοι, εμάχοντο, ανθίσταντο, επετίθεντο, έφευγαν καταδιωκόμενοι και συνεχώς ανασυγκροτούμενοι, απεδοκίμαζαν, εγιουχάιζαν, εζητωκραύγαζαν με ένα θάρρος πρωτοφανές μέσα εις τας απείρους, αδέσποτας σφαίρας. Μόνο όσοι εδιάβασαν εις τας περιγραφάς των γεγονότων της Ισπανίας μπορούν να φανταστούν την σημερινήν όψιν της ισπανοποιηθείσης Θεσσαλονίκης».
Η χωροφυλακή όμως είναι οπλισμένη και αποφασισμένη να διαλύσει το πλήθος, και έτσι αρχίζει να πυροβολεί στο ψαχνό κατά των διαδηλωτών, ενώ έφιπποι χωροφύλακες επιτίθενται στους αόπλους με τις σπάθες τους. Η μανία των ανδρών της χωροφυλακής είναι τόσο μεγάλη, που αν δεν επενέβαιναν στρατιωτικά τμήματα να τους σταματήσουν, η σφαγή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Ακόμα κι έτσι όμως υπάρχουν 12 νεκροί, 32 βαριά τραυματισμένοι και 250 ελαφρά, ενώ μέσα σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ένας χωροφύλακας. Τα ονόματα των νεκρών είναι: Β. Σταύρου, Ίντο Σεννόρ, Ι. Πανόπουλος, Δ.Αγλαμίδης, Αναστάσιος Τούσης, Σαλβαντόρ Ματαράσο, Δημήτρης Λαϊλάνης, Αναστασία Καρανικόλα, Σ. Διαμαντόπουλος, Ιωάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Εμμανουήλ Ζαχαρίου.
Λαός - στρατός κατά Μεταξά!
Η διαδήλωση έχει διαλυθεί για μια ακόμη φορά, αλλά πλέον η οργή όλων των θεσσαλονικέων είναι τόσο μεγάλη για τους χωροφύλακες που προκάλεσαν τους αναίτιους θανάτους, που η κυβέρνηση, φοβούμενη το λιντσάρισμά τους από το πλήθος που είναι κυρίαρχο πλέον στα προάστια της πόλης, τους κλείνει στα αστυνομικά τμήματα, δίνοντας τον κυρίαρχο ρόλο στο στρατό. Με αυτό το καινούργιο δεδομένο οι διαδηλωτές συγκεντρώνονται και πάλι το απόγευμα της 9ης Μαΐου και παρόλο που το πλήθος είναι περισσότερο από το πρωί, δεν σημειώνεται το παραμικρό επεισόδιο. τσι καταρρίπτεται και το μετέπειτα επιχείρημα του Μεταξά για την κήρυξη της δικτατορίας, ο οποίος χρησιμοποιώντας τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μίλησε για «… κτύπημα απεργιακής συνωμοσίας», που βέβαια σαν στόχο είχε την ανατροπή του καθεστώτος και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού συστήματος…
Αν υπήρχε κάποιο τέτοιο οργανωμένο σχέδιο δεν θα είχε εγκαταλειφθεί ακριβώς τώρα που είχε καταφέρει τους σκοπούς του: ο λαός ήταν ενωμένος στους δρόμους, η χωροφυλακή ανίσχυρη στα τμήματα και ο στρατός ήταν ενωμένος με τον λαό. Παρά το ότι η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μια ακυβέρνητη πόλη, ο μόνος που επιχείρησε να ανατρέψει την κατάσταση δεν ήταν ο λαός, αλλά ο Μεταξάς στέλνοντας εσπευσμένα στην πόλη τέσσερα αντιτορπιλικά και ένα σύνταγμα πεζικού. Ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης δηλώνει: « Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης ενθυμίζουν τσαρικάς σφαγάς και προοιωνίζονται την εξέγερσιν των ψυχών».
Η κηδεία των θυμάτων στις 10 Μαΐου θυμίζει γιορτή ελευθερίας. Πάνω από 150.000 κόσμου στην πορεία για το νεκροταφείο βαδίζει αμίλητος, ενώ ο στρατός όχι μόνο δεν παίζει τον ρόλο της περιφρούρησης που του έχει ανατεθεί, αλλά ενώνεται με το πλήθος και καταθέτει στεφάνι για τα θύματα της χωροφυλακής. Ο επικεφαλής της στρατιωτικής δύναμης σηκώνεται στα χέρια των πολιτών και δηλώνει στους συγκεντρωμένους ότι «όλος ο στρατός είναι στο πλευρό τους». Ο Μεταξάς δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτή την «ήττα» από τον αγαπημένο του στρατό, και θα θελήσει να τον επαναφέρει στην τάξη λίγους μήνες μετά με την κήρυξη της δικτατορίας. Η αντίστροφη μέτρηση για αυτή έχει ήδη δοθεί την ημέρα της παλλαϊκής κηδείας με τη συνάντηση Μεταξά - Γεωργίου, όπου ο πρώτος μιλάει για την αναγκαιότητά μιας δικτατορίας και ο δεύτερος δίνει τη συγκατάθεσή του.
Η πλήρη αποδοχή όλων των αιτημάτων των καπνεργατών στις 12 Μαΐου είναι μια μεγάλη νίκη όλου του εργατικού κινήματος, αλλά και η τελευταία φωτεινή αναλαμπή μπροστά στη μεγάλη νύχτα που πλησιάζει.
Ο Επιτάφιος Ρίτσου - Θεοδωράκη
Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον Γιάννη Ρίτσο. Ο μεγάλος μας ποιητής βλέποντας τη μάνα του 25χρονου αυτοκινητιστή Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από το νεκρό παιδί της στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, αφήνει το συλλογικό στοιχείο του αγώνα, για να εστιάσει στο προσωπικό δράμα της μάνας, και να επιστρέψει στην ανάγκη για συλλογικό αγώνα για να μην πάει χαμένος και αυτός ο θάνατος. Ο «Επιτάφιος» που βγαίνει μέσα στην ίδια χρονιά, όχι μόνο απαγορεύεται από τη λογοκρισία της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά και αντίτυπα του βιβλίου καίγονται στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Η φλόγα της ποιητικής συλλογής όχι μόνο σβήνει, αλλά ξαναφουντώνει όταν το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης λαμβάνει στο Παρίσι τα ποιήματα του Ρίτσου, και συγκλονισμένος γράφει ουσιαστικά σε ένα απόγευμα τα τραγούδια που πέρασαν τα γεγονότα του 1936 στα χείλια όλων.


Read more!

12.12.08

The Clash - Guns Of Brixton

0 comments


Άνοιξη του 1981 στη Θατσερική Αγγλία
Πρίν αναλάβουν οι Πασόκοι
Πρίν γεννηθούν οι "κουκουλοφόροι"...


Όταν θα σπάσουν με κλωτσιές την πόρτα σου
Πώς θα το αντιμετωπίσεις;
Με τα χέρια σου ψηλά
Ή στην σκανδάλη του όπλου σου;
Όταν ο νόμος εισβάλλει
Πώς προτιμάς να φύγεις;
Πυροβολημένος στο πεζοδρόμιο
Ή περιμένοντας την εκτέλεση σου;
Μπορείτε να μας τσακίσετε
Μπορείτε να μας χτυπήσετε
Αλλά θα έχετε να λογοδοτήσετε
Ω, στα όπλα του Μπρίξτον
Είναι καλό να αισθάνεσαι ματσωμένος
Και σου αρέσει ο τρόπος ζωής σου
Αλλά σίγουρα θα έρθει και εσένα η ώρα σου
Όπως στον παράδεισο έτσι και στην κόλαση
Βλέπεις αισθάνεται σαν τον Ιβάν
Γεννήθηκε κάτω από τον ήλιο του Μπρίξτον
Για το μόνο που προσπαθεί είναι να επιβιώσει
Στο τέλος πάντα γίνονται πιο σκληροί
Το ξέρεις ότι αυτό σημαίνει κανένα έλεος
Τον έπιασαν με ένα όπλο
Δεν μπορεί να τον βοηθήσει ούτε η Μαύρη Παναγία
Αποχαιρέτησε τον ήλιο του Μπρίξτον
Μπορείτε να μας τσακίσετε
Μπορείτε να μας χτυπήσετε
Ναι, ακόμα και να μας πυροβολήσετε
Αλλά ω...τα όπλα του Μπρίξτον...

... Συνέχεια... Ευχαριστούμε τον Σ.Μαυροειδή που μας το θύμισε στην Αυγή Read more!

11.12.08

Battle of the Bogside 12 to 14 August 1969

0 comments


http://en.wikipedia.org/wiki/Battle_of_the_Bogside
... Συνέχεια... Read more!

9.12.08

Νοικοκυραίοι Χρόνια πολλά! Άναψε το δένδρο στην πλατεία Συντάγματος

1 comments


Σκάστε, διαβάστε, μή μιλάτε, δουλέψτε, μή μιλάτε, καθίστε ήσυχα, αποκτήστε... φορολογική συνείδηση...

Nα καούν τα τοτέμ του καταναλωτισμού!

ΠΙΣΤΕΨΕ ΤΟ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑ ΜΟΝΟ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ:
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Ο ΤΡΟΜΟΝΟΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΤΥΧΑΙΑ ΕΚΠΥΡΣΟΚΡΟΤΟΥΝ
ARBEIT MACHT FREI

Συνέχεια... θα δούμε... Ευχαριστούμε τον ανώνυμο φωτογράφo. Αλιευμένο από τo site της naftemporikis. To σύνθημα, από αυτοκόλλητο της συλλογικότητας αναρχικών-αντιεξουσιαστών από τα Χανιά
Read more!

27.11.08

Allman Brothers - Jessica (Gainesville, FL 1979)

0 comments


... Συνέχεια...
Και χάριν της κουβέντας με τον Κ.Κ.
Allman Brothers - Whipping post LIVE - Gainesville, FL 1979
Read more!

20.11.08

Tο συνεπές ρεύμα της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής, υπό την ηγεσία του Στάλιν...έκανε πολεμική στους “αγοραίους” οικονομολόγους -ΚΚΕ 18ο Συνεδρ.

3 comments


... Συνέχεια...
...Tο γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του Kόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτουνιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατό να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση (Θέση 16 της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό στο δρόμο προς το 18ο συνέδριο)
Και τώρα σ. μπορούμε να ψηφίσουμε ελεύθερα τις θέσεις της κεντρικής επιτροπής!
Read more!

12.11.08

Incarcerex

0 comments


... Συνέχεια... "Φτάνει πια" με τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης.
Έφθασαν τους 5.251 οι απεργοί πείνας στις φυλακές!
"Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον 15χρονο Ματιέα, που αυτοκτόνησε στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, όπου φυλακίστηκε για 3 γραμμάρια χασίς... Νιώθουμε τύψεις που δεν μπορέσαμε να βοηθήσουμε τον καρκινοπαθή κρατούμενο Φώτη Τσολακάκη, που μας εκλιπαρούσε να κάνουμε κάτι για να πεθάνει αξιοπρεπώς στο σπίτι του και όχι στο μπουντρούμι του, όπως και έγινε...

Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον 25χρονο Δημοσθένη Βουβάκη, που πέθανε πριν από λίγες μέρες στις φυλακές Χίου από χρήση ναρκωτικών... Δεν θα ξεχάσουμε τους 4 κρατούμενους, που απανθρακώθηκαν εγκαταλελειμμένοι στο κελί 80 στον Κορυδαλλό...
To video από τον black mustache...
Read more!

8.11.08

Black Panther Party Platform and Program (1966)

2 comments


What We Want
What We Believe


1. We want freedom. We want power to determine the destiny of our Black Community.

We believe that black people will not be free until we are able to determine our destiny.

2. We want full employment for our people.

We believe that the federal government is responsible and obligated to give every man employment or a guaranteed income. We believe that if the white American businessmen will not give full employment, then the means of production should be taken from the businessmen and placed in the community so that the people of the community can organize and employ all of its people and give a high standard of living.

3. We want an end to the robbery by the white man of our Black Community.

We believe that this racist government has robbed us and now we are demanding the overdue debt of forty acres and two mules. Forty acres and two mules was promised 100 years ago as restitution for slave labor and mass murder of black people. We will accept the payment as currency which will be distributed to our many communities. The Germans are now aiding the Jews in Israel for the genocide of the Jewish people. The Germans murdered six million Jews. The American racist has taken part in the slaughter of over twenty million black people; therefore, we feel that this is a modest demand that we make. ... Συνέχεια... 4. We want decent housing, fit for shelter of human beings.

We believe that if the white landlords will not give decent housing to our black community, then the housing and the land should be made into cooperatives so that our community, with government aid, can build and make decent housing for its people.

5. We want education for our people that exposes the true nature of this decadent American society. We want education that teaches us our true history and our role in the present-day society.

We believe in an educational system that will give to our people a knowledge of self. If a man does not have knowledge of himself and his position in society and the world, then he has little chance to relate to anything else.

6. We want all black men to be exempt from military service.

We believe that Black people should not be forced to fight in the military service to defend a racist government that does not protect us. We will not fight and kill other people of color in the world who, like black people, are being victimized by the white racist government of America. We will protect ourselves from the force and violence of the racist police and the racist military, by whatever means necessary.

7. We want an immediate end to police brutality and murder of black people.

We believe we can end police brutality in our black community by organizing black self-defense groups that are dedicated to defending our black community from racist police oppression and brutality. The Second Amendment to the Constitution of the United States gives a right to bear arms. We therefore believe that all black people should arm themselves for self defense.

8. We want freedom for all black men held in federal, state, county and city prisons and jails.

We believe that all black people should be released from the many jails and prisons because they have not received a fair and impartial trial.

9. We want all black people when brought to trial to be tried in court by a jury of their peer group or people from their black communities, as defined by the Constitution of the United States.

We believe that the courts should follow the United States Constitution so that black people will receive fair trials. The 14th Amendment of the U.S. Constitution gives a man a right to be tried by his peer group. A peer is a person from a similar economic, social, religious, geographical, environmental, historical and racial background. To do this the court will be forced to select a jury from the black community from which the black defendant came. We have been, and are being tried by all-white juries that have no understanding of the "average reasoning man" of the black community.

10. We want land, bread, housing, education, clothing, justice and peace. And as our major political objective, a United Nations-supervised plebiscite to be held throughout the black colony in which only black colonial subjects will be allowed to participate for the purpose of determining the will of black people as to their national destiny.

When in the course of human events, it becomes necessary for one people to dissolve the political bands which have connected them with another, and to assume, among the powers of the earth, the separate and equal station to which the laws of nature and nature's God entitle them, a decent respect to the opinions of mankind requires that they should declare the causes which impel them to the separation.

We hold these truths to be self evident, that all men are created equal; that they are endowed by their Creator with certain unalienable rights; that among these are life, liberty, and the pursuit of happiness. That, to secure these rights, governments are instituted among men, deriving their just powers from the consent of the governed; that, whenever any form of government becomes destructive of these ends, it is the right of the people to alter or to abolish it, and to institute a new government, laying its foundation on such principles, and organizing its powers in such form, as to them shall seem most likely to effect their safety and happiness.

Prudence, indeed, will dictate that governments long established should not be changed for light and transient causes; and accordingly, all experience hath shown, that mankind are more disposed to supper, while evils are sufferable, than to right themselves by abolishing the forms to which they are accustomed. But, when a long train of abuses and usurpations, pursuing invariable the same object, evinces a design to reduce them under absolute despotism, it is their right, it is their duty, to throw off such government, and to provide new guards for their future security.
Read more!

5.11.08

Fuck Religion, Fuck Politics, Fuck the Lot of You

0 comments


... Συνέχεια... δανεισμένος τίτλος από τους Chaotic disorder Read more!

22.10.08

Ο καπιταλισμός πλησιάζει στο τέλος του;

2 comments


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ IΜΑΝΟΥΕΛ ΒΑΛΕΡΣΤΑΪΝ
Ο Ιμανουέλ Βαλερστάιν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους επιφανέστερους και πιο εύστοχους θεωρητικούς του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, είναι διευθυντής του ερευνητικού κέντρου Φερνάν Μπροντέλ και πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης της Κοινωνιολογίας (ISA). Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε πριν αρκετά χρόνια χάρη στο βιβλίο «Φυλή, Έθνος, Τάξη», που συνέγραψε με τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, και μετέφρασε ο δικός μας Άγγελος Ελεφάντης, το ευσύνοπτο «Ιστορικός Καπιταλισμός», και τα «Η παρακμή της Αμερικανικής Ισχύος» και «Μετά το Νεοφιλελευθερισμό».

Στο τελευταίο αυτό βιβλίο του ο Βαλερστάιν εκτιμούσε ότι ο νεοφιλελευθερισμός θα φέρει το χάος στον κόσμο: σκληρές και αιματηρές εθνικές συγκρούσεις, ναυάγια ολόκληρων εθνικών οικονομιών, εν τέλει κατάρρευση της παγκόσμιας τάξης και κλονισμό της κοσμο-οικονομίας στα θεμέλιά της. Και να που οι εξελίξεις τον δικαίωσαν. Στη συνέντευξή που δημοσιεύουμε σήμερα και που δόθηκε στον Αντουάν Ρεβερσόν και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde (12/10/2008), ο Βαλερστάιν εκτιμά ότι η τρέχουσα διεθνής οικονομική κρίση αντιπροσωπεύει, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, ως συστήματος, με την έννοια ότι ο καπιταλισμός όπως τον γνωρίσαμε έως τα σήμερα είναι αδύνατο να επιστρέψει σε κάποιο σημεία ευστάθειας. Προσθέτει όμως ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, και είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε σήμερα αν αυτό που θα διαδεχτεί το καπιταλιστικό σύστημα θα είναι ένα σύστημα εκμετάλλευσης, ακόμη πιο βίαιο, ή, αντίθετα, θα είναι ένα μοντέλο περισσότερο δίκαιο και αναδιανεμητικό. Την απόδοση στα ελληνικά έκανε και μας έστειλε ο συνεργάτης μας και αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πάτρας Μωυσής Μπουντουρίδης.
... Συνέχεια... Έχοντας υπογράψει τη διακήρυξη του Πόρτο Αλέγκρε («Δώδεκα προτάσεις για ένα άλλο εφικτό κόσμο») το 2005, θεωρείσθε ένας από τους εμπνευστές του κινήματος της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Ιδρύσατε και διευθύνατε το Κέντρο Fernand-Braudel για τη μελέτη της οικονομίας των ιστορικών συστημάτων και των πολιτισμών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Binghamton. Πώς τοποθετείτε την τρέχουσα οικονομική και χρηματιστική κρίση μέσα στη «μακρά διάρκεια» της ιστορίας του καπιταλισμού;

Ο Φερνάν Μπροντέλ (1902-1985) ξεχώριζε τον χρόνο της «μακράς διάρκειας», η οποία βλέπει τη χρονική ακολουθία μέσα στην ανθρώπινη ιστορία των συστημάτων, που διέπουν τις σχέσεις του άνθρωπου με το υλικό περιβάλλον του, από το χρόνο, μέσα στο εσωτερικό αυτών των φάσεων, των μακρών συγκυριακών κύκλων, οι οποίοι περιγράφηκαν από οικονομολόγους, όπως ο Νίκολας Κοντρατίεφ (1882-1930) ή ο Τζόζεφ Σουμπέτερ (1883-1950). Σήμερα, είναι σαφές, βρισκόμαστε στη φάση Β ενός κύκλου του Κοντρατίεφ, που είχε αρχίσει πριν τριάντα με τριανταπέντε χρόνια, μετά από μια πιο μακρόχρονη φάση Α (από το 1945 ως το 1975) στην ιστορία των πέντε αιώνων του καπιταλιστικού συστήματος.
Στη φάση Α, το κέρδος προέκυπτε από την υλική – βιομηχανική ή άλλη – παραγωγή. Στην φάση Β, ο καπιταλισμός, για να συνεχίσει να δημιουργεί κέρδος, έπρεπε να παίζει επενδυτικά παιχνίδια και να καταφεύγει στην κερδοσκοπία. Για περισσότερο από τριάντα χρόνια, οι επιχειρήσεις, τα κράτη και τα νοικοκυριά χρεωνόντουσαν σε μαζική κλίμακα. Σήμερα, διανύουμε το τελευταίο κομμάτι της φάσης Β του Κοντρατίεφ, κατά τη διάρκεια του οποίου η δυνητική πτώση γίνεται πραγματική και οι φούσκες εκρήγνυνται η μια μετά την άλλη: οι χρεοκοπίες πολλαπλασιάζονται, η συγκέντρωση του κεφαλαίου αυξάνει, η ανεργία ενισχύεται και η οικονομία γνωρίζει μια κατάσταση πραγματικής ύφεσης.
Αλλά σήμερα, η παρούσα στιγμή του συγκυριακού κύκλου συμπίπτει με τη μεταβατική περίοδο μεταξύ δυο συστημάτων μακράς διάρκειας και, κατά συνέπεια, χειροτερεύει. Στην πραγματικότητα, θεωρώ ότι έχουμε μπει προ τριάντα ετών στην τελευταία φάση του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό που βασικά διαφοροποιεί τη φάση αυτή από την αδιάλειπτη διαδοχή των προηγούμενων συγκυριακών κύκλων, είναι ότι ο καπιταλισμός δεν καταφέρνει πια «να αποτελεί ένα σύστημα», με την έννοια που καταλάβαινε ο φυσικο-χημικός Ilya Prigogine (1917-2003): όταν ένα σύστημα, βιολογικό, χημικό ή κοινωνικό, αποκλίνει όλο και περισσότερο κι όλο και συχνότερα από την κατάσταση της ευστάθειας, δεν μπορεί να ξαναβρεί την ισορροπία του και τότε παρατηρούμε να αναπτύσσεται μια διακλάδωση σε μια νέα κατάσταση.
Η κατάσταση γίνεται χαοτική, και δεν ελέγχεται από τις δυνάμεις, που ως τότε κυριαρχούσαν σε αυτήν. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει την ανάδυση μιας πάλης, όχι πλέον μεταξύ των υπερασπιστών του συστήματος και των ανταγωνιστών τους, αλλά μεταξύ όλων των δρώντων, όλων όσων αγωνίζονται για να καθορίσουν τι είναι αυτό που θα αντικαταστήσει το παλιό σύστημα. Κρατώ τη χρήση της λέξης «κρίση» γι΄ αυτόν τον τύπο περιόδου. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μέσα σε μια κρίση. Ο καπιταλισμός αγγίζει το τέλος του.

Γιατί, όμως, να μην πρόκειται για μια νέα μετάλλαξη του καπιταλισμού, όπως ως τώρα τον ξέραμε, κάτι που έχει ήδη γίνει με τη μετάβαση από τον εμπορικό στο βιομηχανικό καπιταλισμό κι από τον βιομηχανικό στον χρηματο-οικονομικό καπιταλισμό;

Ο καπιταλισμός είναι παμφάγος, αρπάζει το κέρδος, εκεί όπου είναι πιο σημαντικό τη δεδομένη στιγμή. Δεν ικανοποιείται με περιθωριακά μικρά κέρδη. Αντίθετα, τα μεγιστοποιεί φτιάχνοντας τα μονοπώλια – αυτό προσπάθησε ακόμη να κάνει τελευταία με τις βιοτεχνολογίες και τις τεχνολογίες της πληροφορικής. Αλλά νομίζω ότι οι δυνατότητες για πραγματική συσσώρευση από μεριάς του συστήματος έχουν φθάσει στα όριά τους. Ο καπιταλισμός, από τη γέννησή του το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, έχει γαλουχηθεί με μια διαφοροποίηση του πλούτου μεταξύ ενός κέντρου, όπου συγκλίνουν τα κέρδη, και των περιφερειών (όχι αναγκαστικά γεωγραφικών), όπου βρίσκονται αποκλεισμένοι όσοι γίνονται όλο και πιο φτωχότεροι.
Από αυτή την άποψη, το οικονομικό συμμάζεμα της Ανατολικής Ασίας, της Ινδίας, της Λατινικής Αμερικής, αποτελεί μια ανυπέρβλητη πρόκληση για την «παγκόσμια οικονομία», που δημιουργήθηκε από τη Δύση και η οποία δεν καταφέρνει πλέον να ελέγχει το κόστος της συσσώρευσης. Οι τρεις παγκόσμιες καμπύλες, του κόστους της εργατοδύναμης, των πρώτων υλών και των δασμών, βρίσκονται παντού σε μεγάλη άνοδο εδώ και κάποιες δεκαετίες. Η σύντομη περίοδος του νεοφιλελευθερισμού, που έχει πια κλείσει τον κύκλο της, κατάφερε να αντιστρέψει, αλλά μόνο παροδικά, αυτήν την τάση: στο τέλος της δεκαετίας του 1990, αυτά τα κόστη ήσαν βέβαια χαμηλότερα από τη δεκαετία του 1970, αλλά ήσαν ψηλότερα από ό,τι το 1945. Στην πραγματικότητα, η τελευταία περίοδος της πραγματικής συσσώρευσης – «η ένδοξη τριακονταετία» – κατέστη ανέφικτη, επειδή ακριβώς τα κεϋνσιανά κράτη έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Αλλά, και τότε πάλι, φθάσαμε στα όρια!

Υπάρχουν προηγούμενα σε αυτήν την τρέχουσα φάση, όπως την περιγράφετε;

Υπήρξαν πολλά στην ιστορία της ανθρωπότητας, σε αντίθεση με την αντίληψη που κατασκευάσθηκε στο μέσο του 19ου αιώνα περί μιας συνεχούς και αναπόφευκτης προόδου, συμπεριλαμβανομένης και της μαρξιστικής εκδοχής της. Προτιμώ να περιορισθώ στη θέση ότι είναι δυνατή η πρόοδος και όχι αναπόφευκτη. Σίγουρα, ο καπιταλισμός είναι το σύστημα που γνώριζε πώς να παράγει, μ΄ έναν εξαιρετικό κι αξιοσημείωτο τρόπο, τα περισσότερα αγαθά και πλούτη. Αλλά όμως πρέπει ακόμη να δούμε και το σύνολο των ζημιών – για το περιβάλλον, για την κοινωνία – που επίσης παρήγαγε. Αγαθό είναι ό,τι εξασφαλίζει για το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων μια ορθολογική και συνετή ζωή.
Όμως, η πιο πρόσφατη κρίση που μοιάζει με τη σημερινή είναι η κατάρρευση του φεουδαρχικού συστήματος στην Ευρώπη, μεταξύ των μέσων του 15ου και του 16ου αιώνα, και η αντικατάστασή του από το καπιταλιστικό σύστημα. Η περίοδος αυτή, που κορυφώνεται με τους θρησκευτικούς πόλεμους, βλέπει να καταποντίζονται η βασιλική εξουσία κι η κυριαρχία των ευγενών και της εκκλησίας πάνω στις πιο πλούσιες επαρχιακές κοινότητες και πάνω στις πόλεις. Γι΄ αυτό κατασκευάζονται, με διαδοχικές απόπειρες και με ασυνείδητο τρόπο, κάποιες απροσδόκητες λύσεις, των οποίων η επιτυχία θα τελειώσει με τη «συγκρότηση του συστήματος», που θα επεκταθεί λίγο-λίγο με τη μορφή του καπιταλισμού.

Πόσο χρόνο θα μπορούσε να διαρκέσει η τρέχουσα μετάβαση και τι θα μπορούσε να προκύψει από αυτήν;

Η περίοδος αξιακής καταστροφής, που κλείνει τη φάση Β ενός κύκλου Κοντρατίεφ, διαρκεί γενικώς από δυο ως πέντε χρόνια, πριν ικανοποιηθούν οι συνθήκες εισόδου στη φάση Α, τότε που κάποιο πραγματικό κέρδος μπορεί πάλι να εξαχθεί από τους νέους τύπους υλικής παραγωγής, οι οποίο έχουν περιγραφεί από τον Σουμπέτερ. Αλλά το γεγονός ότι η φάση αυτή αντιστοιχεί τώρα σε μια κρίση του συστήματος, μας αναγκάζει να εισέλθουμε σε μια περίοδο πολιτικού χάους, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κυρίαρχοι πρωταγωνιστές, που βρίσκονται επικεφαλής των επιχειρήσεων και των κρατών της Δύσης, θα προσπαθήσουν να κάνουν οτιδήποτε είναι τεχνικώς δυνατό, για να ξαναβρούν την ισορροπία, παρότι το πιθανότερο είναι ότι δεν θα το κατορθώσουν.
Οι πιο έξυπνοι από αυτούς έχουν ήδη καταλάβει ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι εντελώς καινούργιο. Ήδη όμως δρα ένα μεγάλο πλήθος παραγόντων, που ενεργούν με τρόπο άτακτο και μη συνειδητό για να συμβάλουν στη ανάδυση των νέων λύσεων, χωρίς να γνωρίζουν ακόμη ποιο σύστημα θα ξεπροβάλει από τέτοιες αναζητήσεις.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο μάλλον σπάνια, κατά την οποία η κρίση και η αδυναμία των ισχυρών αφήνουν χώρο στην ελεύθερη βούληση του κάθε άνθρωπου: υπάρχει σήμερα ένα χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει το μέλλον μέσω της ατομικής του δράσης. Αλλά, καθώς το μέλλον αυτό θα είναι το άθροισμα ενός ανυπολόγιστου πλήθους δράσεων, είναι απολύτως αδύνατο να προβλέψουμε ποιο θα είναι το μοντέλο που τελικά θα επιβληθεί. Σε δέκα χρόνια, πιθανό να μπορούμε να δούμε τα πράγματα καθαρότερα. Σε τριάντα ή σαράντα χρόνια, ένα νέο σύστημα θα έχει αναδυθεί. Πιστεύω ότι είναι εξίσου πιθανό να δούμε να εγκαθίσταται ένα σύστημα εκμετάλλευσης, αλίμονο, ακόμη πιο βίαιο από τον καπιταλισμό, ή, αντίθετα, να δούμε να επικρατεί ένα μοντέλο περισσότερο δίκαιο και αναδιανεμητικό.

Οι προηγούμενες μεταλλάξεις του καπιταλισμού έχουν οδηγήσει σε μια μετατόπιση του κέντρου της «παγκόσμιας οικονομίας», για παράδειγμα, από τη λεκάνη της Μεσογείου προς τις Ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού και μετά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες; Μήπως το επερχόμενο σύστημα θα έχει το κέντρο του στην Κίνα;

Η κρίση που ζούμε, αντιστοιχεί επίσης στο τέλος ενός πολιτικού κύκλου, εκείνου της αμερικανικής ηγεμονίας, που επίσης ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν σημαντικός πρωταγωνιστής, αλλά δεν θα μπορέσουν να ξαναποκτήσουν την κυρίαρχη θέση τους απέναντι στον τωρινό πολλαπλασιασμό των κέντρων ισχύος, με τη Δυτική Ευρώπη, την Κίνα, την Βραζιλία, την Ινδία. Μια νέα ηγεμονική δύναμη, αν αναφέρεται κανείς στο χρόνο «μακράς διάρκειας» του Μπροντέλ, θα χρειαζόταν πιθανόν ακόμη άλλα πενήντα χρόνια για να επιβληθεί. Αλλά δεν γνωρίζω ποια θα είναι.
Στο μεταξύ, οι πολιτικές συνέπειες της τρέχουσας κρίσης θα είναι τεράστιες, στο μέτρο που οι κυρίαρχοι του συστήματος θα προσπαθήσουν να βρουν τους αποδιοπομπαίους τράγους για την κατάρρευση της ηγεμονίας τους. Θεωρώ ότι οι μισοί Αμερικανοί δεν θα αποδεχθούν αυτό που συμβαίνει. Έτσι, οι εσωτερικές συγκρούσεις θα αυξηθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες οδεύουν στο να γίνουν η πιο ασταθής χώρα του κόσμου από πολιτικής πλευράς. Και μην ξεχνάτε ότι εμείς, οι Αμερικανοί, είμαστε όλοι οπλισμένοι...

Δημοσιεύθηκε στην Εποχή την 19.10.2008
Read more!

14.7.08

How to read Lacan

2 comments

"the real, the symbolic and the imaginary are the whole of what is, and figuring their connections is a cosmological exercise"
Malcolm Bowie

Read more!

16.6.08

Το κατώφλι της βίας και η Ανανεωτική Αριστερά

0 comments

Όλο το προηγούμενο διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου επωλείτο ο ΟΤΕ, χαρίζονταν τα λιμάνια, αποκαλυπτόταν πως Ν.Δ, και ΠΑΣΟΚ τα έπαιρναν από τη Siemens, τα δε μακαρόνια τσίμπαγαν δέκα λεπτά την ημέρα, η κοινή γνώμη βομβαρδιζόταν από οιμωγές και ολοφυρμούς για το ξέσπασμα βίας μέσα στα πανεπιστήμια από μειοψηφικές αντιδημοκρατικές δυνάμεις με αιχμή του δόρατος κουκουλοφόρους και συνεπικουρούμενες από τάγματα εφόδου του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέχρι που οι τηλεοπτικές κάμερες έδειξαν τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη. Έδειξαν πως οι φορείς της πανεπιστημιακής βίας, αυτοί που κρατούσαν σε ομηρεία τη Σύγκλητο δεν ήταν κρανοφόροι ή κουκουλοφόροι με καδρόνια και λοστάρια, αλλά 30 - 40 φοιτητές και φοιτήτριες που στέκονταν μπροστά στην πόρτα φωνάζοντας «αίσχος» και άκουγαν απειλές και ύβρεις από τους καθηγητές τους, Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το να παρεμβαίνεις έτσι σε μια διαδικασία της Συγκλήτου την ιερή στιγμή που έχει μόλις αποφασίσει μετά από πεντάλεπτη διεξοδική συζήτηση μεταξύ μιλημένων πως θα κινηθεί το πανεπιστήμιο τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δεν είναι πρόσφορο. Τι να κάνουμε; μισή ντροπή στους φοιτητές, η άλλη μισή όμως στους δασκάλους τους. Οι οποίοι δεν διαμαρτυρήθηκαν όταν πέρυσι τέτοιον καιρό η αστυνομία έδερνε και συλλάμβανε δεκάδες φοιτητές του ίδιου πανεπιστημίου ή όταν οι ζαρντινιέρες τρέλαιναν στο ξύλο τον Κύπριο φοιτητή ή όταν ο επίσης φοιτητής τους με τα πράσινα όλσταρ οδηγείτο ανήλικος ως στις φυλακές Αυλώνα. Αυτή η καταγεγραμμένη πραγματικότητα καταγγέλθηκε ως «ομηρεία», «βία», «τρομοκρατία» οι δε φοιτητές χαρακτηρίστηκαν «ΕΚΟΦίτες». Και δεν καταγγέλθηκε μόνο από τον Καρατζαφέρη που ούρλιαζε να μπουν τα ΜΑΤ να καθαρίσουν το πανεπιστήμιο από τους αλήτες, ούτε μόνον από την κ. Διαμαντοπούλου που «διαπίστωνε» περίλυπη ότι «δυστυχώς εκεί οδηγούμαστε». Ούτε μόνον από τον καθηγητή αρθρογράφο των Νέων που ανίχνευσε ομοιότητες με τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Σε αυτήν τη ρητορική προσχώρησε και τμήμα της ανανεωτικής Αριστεράς.
Η συζήτηση αυτή, με αφορμή το πανεπιστήμιο, επανατοποθετεί το κατώφλι της βίας.

Εάν αυτές οι συνηθέστατες στο πανεπιστήμιο μέθοδοι παρέμβασης είναι βία, τότε είναι εξ ίσου βία η κατάληψη του γραφείου του Βουρλούμη από τους συνδικαλιστές του ΟΤΕ, η διάλυση της συνεδρίασης του Δ.Σ. της ΔΕΗ όταν έκλεινε τη συμφωνία με τους Γερμανούς για τον λιθάνθρακα είναι βία, η προσπάθεια των λιμενεργατών να μπουν στο ΔΣ του ΟΛΠ του οποίου είναι μέλη είναι βία, και πάει λέγοντας. Η μόνη μη βία "είναι να ψηφίζει η Βουλή" με συνοπτικές διαδικασίες.
Αν ανοίξουμε λίγο την οπτική μας γωνία θα δούμε λοιπόν πως η εμπέδωση αυτής της αντίληψης δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ και τη συγκυρία αλλά αποσκοπεί ενδεχομένως να προλάβει και να οριοθετήσει, τα όρια της «αποδεκτής» λαϊκής αντίδρασης, σε μια φάση που το παιχνίδι παίζεται μεταξύ ριζοσπασπκοποίησης και φοβικής συντηρητικοποίησης.
Κοιτάζοντας δε λίγο προς τα πίσω, θα διαπιστώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια, δηλαδή επί Σημίτη και Καραμανλή, οι μόνοι τομείς του κράτους που αναπτύσσονται είναι οι κατασταλτικοί. Από τους Ολυμπιακούς αγώνες κληρονομήσαμε τις κάμερες και την αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Ανακαλύφθηκαν νέες μορφές μπάτσων που δεν υπήρχαν (συνοριοφύλακες, ΟΠΚΕ, ειδικοί φρουροί), ο συνολικός τους αριθμός έφτασε τις 50 - 55.000, νομοθετήθηκε η αρμοδιότητα του στρατού σε ρόλο εσωτερικής καταστολής, άνθισε η βιομηχανία των σεκιουριτάδων. Η δικαιοσύνη ανέλαβε τα υπόλοιπα με τις αντεργατικές αποφάσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι απορίας άξιον πώς ένα τμήμα της ανανεωτικής Αριστεράς, έσπευσε να δώσει διαβεβαιώσεις νομιμοφροσύνης τη στιγμή ακριβώς που η κοινωνία έχει αρχίσει και αγριεύει. Τη στιγμή που η πρωτοβουλία αναρχικών νά απαλλοτριώσουν/ αναδιανείμουν είδη σουπερμάρκετ χαιρετίζεται από ολόκληρη την κοινωνία, εμείς γινόμαστε φλώροι. Η ευκολία με την οποία προσχωρούν μερικοί ανανεωτές στην επιχειρηματολογία του αστικού πολιτικού κόσμου που θεωρεί πως κατέχει ουρανόθεν το «προνόμιο της βίας» είναι προβληματική. Δέχονται κάποιοι σύντροφοι την απονομιμοποίηση όλων των ενδιάμεσων κοινωνικών διεργασιών και των αμεσοδημοκραπκών ή αντιπροσωπευτικών διαδικασιών, ανάγοντας τα πάντα στην (πολύ) κεντρική πολιτική σκηνή;
Να αναζητήσει άραγε κανείς αυτήν την αντίληψη στο πρόσφατο παρελθόν; Είναι απομεινάρι μιας προσέγγισης που ενδεχομένως είχε βάση όταν η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα ήταν διαφορετική; Είναι μήπως ένα άλμα από τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, στον ειρηνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό κι απ' αυτόν στον κοινοβουλευτικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό ο οποίος καταλήγει σε γραφειοκρατικό δρόμο προς τον κοινοβουλευτισμό;
Είναι άραγε τα επίχειρα της λεγόμενης εθνικής συμφιλίωσης (όταν είπαμε στη Δεξιά «σας ζητάμε συγνώμη που μας γαμήσατε») ή είναι η αγωνία μήπως η Αριστερά καταστεί αποσυνάγωγη του πολιτικού μας συστήματος, αυτού που καταγγέλλουμε δηλαδή; Όχι τίποτα άλλο αλλά θα μας κόψει την καλημέρα και η Siemens.

του Γιώργου Κυρίτση, δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 15.6.2008

...Και κομψά τους τα είπε. Το μόνο καλό είναι πως θα τους μάθει και ο κόσμος καλύτερα τώρα. Ταλαιπωρούν τον Συν, τώρα πιάσαν πόστα στον Σύριζα. Άσε που "απείχαν" και από την καταψήφιση της Ευρωσυνθήκης. Βραστούς - βραστούς...
ΜΚ



Read more!

6.5.08

GITAR GITAR GITAR!!! Ye!!!

1 comments

Του συναδέλφου αρχιτέκτονος μουσικού εκ Ρωσίας PETER NALITCH
(ευχαριστούμε τον Κ.Κ. για τη διασύνδεση!)


GUITARRR
I've neverrr been lonely
cause... me is so cool
Baby, you have a possibility
play it with me

I've neverrr been clever
because need it neverrr
Baby, you have a possibility
play it with me

Guitarrr, guitarrrr, guitarrr, guitarrr,
Come to my Boudoir
Baby, you have a possibility
play it with me

Guitarrr, guitarrrr, guitarrr, guitarrr,
Jump to my Jaguar
Baby, you have a possibility
play it with me

I put on my pyjamas
and go to Bahamas
Baby, no possibility
to play with me

Guitarrr, guitarrrr, guitarrr, guitarrr,
Jump to my Jaguar baby,
you have a possibility play it with me(x2)

Is there sun over sky?
{Lai, lai, lai, lai.., c'mon...,dance
yes
wola olaola gitar male
yes}

Guitarrr, guitarrrr, guitarrr, guitarrr,
Come to my Boudoir
Baby you have a possibility
play it with me

Guitarrr, guitarrrr, guitarrr, guitarrr,
Jump to my Yaguar Oooo
Baby you have a possibility
play it with me Read more!

23.3.08

Nessun Dorma

0 comments

O Luciano Pavarotti μεγαλοπρεπής ... και ναι! η έκφραση μετά την κορώνα του φινάλε, είναι αυτό που νομίζετε...












Read more!

2.3.08

«Ελπίδα μας η ουτοπία»

2 comments

Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σημάδεψε το θρίαμβο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά και την αρχή των προβλημάτων της: αποχή, λαϊκισμός, δυσπιστία. Το ερώτημα είναι: σε αυτόν το σύνθετο και άνισο κόσμο όπου ζούμε, με ποιο τρόπο μπορούμε να επιτρέψουμε τη συμμετοχή όλων στις συλλογικές αποφάσεις; Από την απάντηση εξαρτάται το μέλλον της Αριστεράς.

Για τον Σλοβένο φιλόσοφο Σλάβοϊ Ζίζεκ , η απάντηση είναι: Με τη «λαϊκή βία», η οποία θα επιτρέψει στις μη προνομιούχες τάξεις να εισακουστούν στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ο Ζίζεκ δημοσιεύει αυτές τις ημέρες στη Γαλλία μια συλλογή των «πιο ωραίων λόγων του Ροβεσπιέρου», με μια μακρά εισαγωγή στην οποία θέτει το ερώτημα πώς «να επινοήσουμε εκ νέου μια χειραφετική τρομοκρατία». Ανατρεπτικός στις απόψεις του, ο Ζίζεκ δεν νοσταλγεί καθόλου τα παλαιά καθεστώτα. Πολέμησε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και συμμετείχε στα πρώτα βήματα της σλοβενικής δημοκρατίας. Η ριζοσπαστική του θέση είναι πως η απογοήτευση για τη δημοκρατία αφορά πολλές χώρες του σύγχρονου κόσμου. Λίγο πολύ παντού στον πλανήτη, η διαδικασία εκδημοκρατισμού γνωρίζει απογοητεύσεις που θέτουν σε αμηχανία την προώθηση της δημοκρατίας. Τόσο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, όσο και στη Ρωσία του Πούτιν, στην Αλγερία ή στην Παλαιστίνη, εκεί όπου οι ισλαμιστές είδαν να χάνονται οι νίκες που σημείωσαν μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Βλέπουμε επίσης την άνοδο των λαϊκιστών στην Πολωνία, στη Δανία, στο Βέλγιο. Ακόμη και η Αμερική για να επιβάλει τη δημοκρατία δεν δίστασε να αθετήσει τις στοιχειώδεις αρχές δικαίου.

ΣΛΑΒΟΪ ΖΙΖΕΚ
Σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Λιμπερασιόν», ο Ζίζεκ απαντά στο γιατί ασκείται κριτική στη δημοκρατία:

«Ασκώ κριτική ίδια με αυτή των συντηρητικών. Οι συντηρητικοί έχουν το θάρρος να δεχτούν πως η δημοκρατία βρίσκεται σε αδιέξοδο. Πολλοί χλεύασαν τον Φουκουγιάμα όταν ανήγγειλε το τέλος της ιστορίας, όμως σήμερα όλοι δέχονται την ιδέα πως το φιλελεύθερο-δημοκρατικό πλαίσιο βρίσκεται εδώ για πάντα.
Αρκούμαστε στην αναζήτηση ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, όπως χθες μιλούσαμε για έναν κομμουνισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Ας δούμε, ως παράδειγμα, την επιστημονική φαντασία: προφανώς είναι πιο εύκολο να φανταστεί το τέλος του κόσμου από το τέλος του καπιταλισμού.
Συνέχεια...

- Ο καπιταλισμός αποτελεί το στόχο πίσω από την κριτική της δημοκρατίας;

«Η μεταπολεμική Ευρώπη γνώρισε ένα μέσο επίπεδο ευτυχίας άγνωστο μέχρι τότε. Ωστόσο, τέσσερα μεγάλα προβλήματα έρχονται να αποσυντονίσουν το φιλελεύθερο-δημοκρατικό μοντέλο.
Πρώτον: Οι παράνομοι μετανάστες, οι άστεγοι, οι άνεργοι, εκείνοι που δεν συμμετέχουν στη ζωή της κοινότητας, με την οποία το κράτος δεν ασχολείται πια.
Δεύτερον: Η πνευματική ιδιοκτησία που η αγορά δεν καταφέρνει πια να ρυθμίσει, όπως το αποδεικνύει η παραληρηματική πορεία του Μπιλ Γκέιτς, ιδρυτή της Μάικροσοφτ.
Τρίτον: Το περιβάλλον, η διαχείριση του οποίου μπορεί να εξασφαλίσει την αγορά όταν η ρύπανση είναι μετρήσιμη, αλλά όχι όταν ο κίνδυνος γίνεται ανυπολόγιστος: Τσερνόμπιλ, καταιγίδες...
Τέταρτον: η βιογενετική: έχει, άραγε, λόγο η αγορά για το πού αρχίζει το ανθρώπινο;
Σε αυτούς τους τέσσερις τομείς, ούτε η φιλελεύθερη δημοκρατία ούτε ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπορούν να δώσουν τις σωστές απαντήσεις.

- Ποια εναλλακτική υπάρχει;

«Δεν είμαι βλάκας. Δεν ονειρεύομαι ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα. Η θέση μου είναι πιο τραγική. Οπως κάθε μαρξιστής, θαυμάζω την απίστευτη παραγωγικότητα του καπιταλισμού και δεν υποτιμώ τη χρησιμότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η σύλληψη του Πινοτσέτ έπαιξε ένα σημαντικό ψυχολογικό ρόλο στη Χιλή. Αλλά κοιτάξτε τον Ούγκο Τσάβες. Λένε ότι είναι λαϊκιστής, δημαγωγός που δεν κάνει τίποτε για την οικονομία και πως η όλη ιστορία θα τελειώσει άσχημα. Ισως είναι αλήθεια ...αλλά είναι ο μόνος που έχει συμπεριλάβει όλους τους φτωχούς των παραγκουπόλεων στην πολιτική διαδικασία. Γι' αυτό τον υποστηρίζω. Οταν επικρίνουμε τις δικτατορικές του τάσεις, κάνουμε λες και πριν από αυτόν υπήρχε μια ισορροπημένη δημοκρατία στη χώρα. Ομως, εκείνος ήταν ο μόνος φορέας των λαϊκών κινητοποιήσεων. Προκειμένου να τις υποστηρίξει, νομίζω πως έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό. Ονομάστε το Τρομοκρατία, αν θέλετε.

- Για τους φιλελεύθερους στοχαστές, καπιταλισμός και δημοκρατία παραμένουν έννοιες αχώριστες...

«Ναι, λέγεται συχνά κάτι τέτοιο, όμως στην Κίνα γεννιέται αυτή τη στιγμή ένας αυταρχικός καπιταλισμός. Αμερικανικό ή κινεζικό μοντέλο; Δεν μου αρέσει αυτό το δίλημμα. Γι' αυτό πρέπει να γίνουμε ουτοπιστές. Η υπερθέρμανση του πλανήτη θα μας οδηγήσει στην αποκατάσταση των μεγάλων συλλογικών αποφάσεων, αυτών που οι μεγάλοι αντιαυταρχικοί στοχαστές ισχυρίζονται πως οδηγούν αναγκαστικά σε γκουλάγκ. Ο Ουόλτερ Λίπμαν απέδειξε πως σε κανονικές εποχές και σε δημοκρατικά καθεστώτα, ο πληθυσμός δείχνει εμπιστοσύνη σε μια ελίτ που αποφασίζει. Ο λαός είναι σαν το βασιλιά που υπογράφει παθητικά χωρίς να διαβάζει. Ομως σε περιόδους κρίσης, αυτή η εμπιστοσύνη αίρεται. Η θέση μου είναι η εξής: υπάρχουν καταστάσεις όπου η δημοκρατία δεν λειτουργεί ή που χάνει την ουσία της και πρέπει να επινοήσουμε εκ νέου τρόπους λαϊκών κινητοποιήσεων.

- Εξού και το εγκώμιό σας για τον Ροβεσπιέρο...

«Η τρομοκρατία δεν περιορίζεται στον Ροβεσπιέρο. Πρέπει να υπενθυμίσουμε πως τα περισσότερα κεφάλια έπεσαν μετά το θάνατό του. Εξάλλου, εκείνος είχε κόψει κεφάλια πλουσίων... Αυτό που με ενδιαφέρει στην περίπτωσή του είναι αυτό που ο Βάλτερ Μπένγαμιν ονομάζει «θεϊκή βία», η οποία συνοδεύει τις λαϊκές εκρήξεις. Δεν μου αρέσει η σωματική βία, τη φοβάμαι, αλλά δεν είμαι πρόθυμος να αρνηθώ αυτή την παράδοση. Αυτό δεν σημαίνει πάντα βία πάνω σε άλλους ανθρώπους. Ο Γκάντι, παραδείγματος χάριν, δεν αρκέστηκε μόνο στην οργάνωση διαδηλώσεων, αλλά και στα μποϊκοτάζ. Η στήριξη των αποκλεισμένων, η προστασία του περιβάλλοντος περνούν από νέες μορφές πίεσης, μορφές βίας. Βία για να φοβίζεις τον καπιταλισμό, όχι για να τον σκοτώσεις αλλά για να αλλάξεις κάτι. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να προχωρήσουμε σε μια πιο μεγάλη βία, μια φανατική βία, σε ένα νέο αυταρχισμό.

- Στην περίπτωση της «λαϊκής βίας», ένας διανοούμενος μπορεί να κάνει κάτι;

«Ναι, μπορεί να προειδοποιήσει για τις καταστροφικές μορφές της. Να κάνει να δουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Ο Ντελέζ έλεγε πως αν υπάρχουν λάθος απαντήσεις, υπάρχουν επίσης και λάθος ερωτήσεις. Ενα συμβούλιο φιλοσόφων δεν μπορεί να καταστρώσει ένα σχέδιο για να κινητοποιήσει τις μάζες. Ομως μπορούμε να ρίξουμε ιδέες και ίσως κάποια από αυτές να υιοθετηθεί. Οι εξεγέρσεις στα προάστια της Γαλλίας ξέσπασαν λόγω μιας μη διατυπωμένης σε σκέψη δυσαρέσκειας. Αυτό είναι τραγωδία.

- Οι αριστεροί σας φίλοι έχουν τις ίδιες απόψεις με τις δικές σας;

«Αυτό που ισχύει, κυρίως στις ΗΠΑ, είναι ένας φιλελεύθερος ανεκτικός αριστερισμός, σύμφωνα με τον οποίο η παραμικρή νύξη, η σχετική με την έννοια της αλήθειας είναι ήδη αυταρχική, και ο οποίος πρέπει να σέβεται την ιστορία του καθενός. Για τον φιλόσοφο Ρίτσαρντ Ρόρτι, αυτό που προσδιορίζει τον άνθρωπο είναι η οδύνη του και η ικανότητά του να την αφηγείται. Θεωρώ πολύ θλιβερή αυτή την Αριστερά της μνησικακίας και της αδυναμίας».

Της Βίκης Τσιώρου, Δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία της 27.2.2008
Read more!

25.2.08

3 Οκτώβρη 1965

0 comments


Φιντέλ...
Φιντέλ...
Ηταν 17 Νοέμβρη του 1987 όταν ο Φιντέλ, στις 3 μετά τα μεσάνυχτα μπαίνει στο hotel National στην παραλία της Αβάνας. Τον είδα έξαφνα μπροστά μου επιβλητικό, θεόρατο, αν και φαινόταν κανονικός μπροστά στους δύο θηριώδεις σωματοφύλακές του. Εμείς, εγώ, ήδη υπερχειλισμένος από το άπειρο ρούμι και ταγκισμένος από τα φρέσκα πούρα που δίδονταν αφειδώς στην αποχαιρετιστήρια φιέστα του συνεδρίου της πάλε ποτέ "διεθνούς ένωσης φοιτητών". Μια μικροσκοπική βιετναμέζα δίπλα μου άρχισε να τσιρίζει υστερικά - όπως στην κλασσική σκηνή που τα κορίτσια τσιρίζουν όταν κατεβαίνουν οι Beatles από το αεροπλάνο φτάνοντας στην Αμερική, θυμάστε;
Άρχισε λοιπόν να μας χαιρετά όλους και φτάνοντας σε μένα του πέταξα ένα "γκρέτσια κομαντάντε!" θέλοντας να πω πως "Φιντέλ είμαι από την Ελλάδα και σε πάω ρε αδερφέ!", σφίγγοντάς του δυνατά το χέρι. Μετά, αναλογιζόμενος τη σκηνή, υπέθεσα από το μάλλον απορημένο του ύφος πως πρέπει να είχε αντιληφθεί κάτι ως γκράτσια ή οτιδήποτε άλλο υπερβολικό. Νομίζω πως διέγνωσε άμεσα την κατάσταση και προχώρησε γρήγορα προς τις ανατολικογερμανίδες συντρόφισσες που με περίσσιο επαναστατικό ζήλο, παρέδιδαν "ιδιαίτερα" στους εκπροσώπους των σαντινίστας ήδη επί τριήμερο. Έβλεπα πια μόνο τις πλάτες των σωματοφυλάκων και γυρίζοντας τη δακρυσμένη βιετναμεζούλα.
Ήταν εκείνη τη μέρα ή την προηγούμενη που μας είχε βγάλει επτάωρο λόγο προς τιμήν του συνεδρίου; Φυσικά δεν θυμάμαι τίποτα από ότι είπε... τα κολονιαλίσμο πήγαιναν και έρχονταν και εγώ καθόμουν στο φουαγιέ παίρνοντας μάτι τις σερβιτόρες και τις κομσομόλες που έκαναν θελήματα στη σοβιετική αντιπροσωπία. Μίλαγε ο Φιντέλ και είχα την πολυτέλεια να κάθομαι αραχτός σε πολυθρόνα φουαγέ με ένα ποτήρι ρούμι και ένα άρτι υλοποιηθέν, σε ποδιά μικρής κρεολής, πούρο... Η επανάσταση ήταν εκεί μπροστά μου ολοζώντανη και έκανε διακοπές σε τροπικό νησί!

ακολουθεί, 22 χρόνια πριν, ένα μικρό γράμμα προς τον Φιντέλ, που κανένας δεν θα ήθελε να λάβει ποτέ και που μόνο ο Φιντέλ μπορεί να κουβαλάει το βάρος του...
Μ.Κ.
Συνέχεια...

Φιντέλ,

Αυτή τη στιγμή θυμάμαι πολλά πράγματα-όταν σε γνώρισα στο σπίτι της Μαρίας-Αντωνίας, όταν μου πρότεινες να σε ακολουθήσω, την ένταση της προετοιμασίας. Μια μέρα ήρθαν και μας ρώτησαν ποιος θα έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου μας. Τότε η συνειδητοποιήσαμε την πιθανότητα αυτή. Αργότερα μάθαμε ότι ήταν αλήθεια, ότι σε μια επανάσταση νικά κανείς ή πεθαίνει (αν είναι πραγματική). Πολλοί σύντροφοι έπεσαν στην πορεία προς τη νίκη.

Σήμερα τα πάντα έχουν ένα λιγότερο δραματικό τόνο, επειδή είμαστε πιο ώριμοι, αλλά το γεγονός επαναλαμβάνεται. Αισθάνομαι ότι έχω κάνει το καθήκον μου προς την Κουβανέζικη επανάσταση, στο έδαφός της, και αποχαιρετώ εσένα, τους συντρόφους, το λαό σου ο οποίος είναι τώρα δικός μου.

Παραιτήθηκα επίσημα από τις θέσεις μου στην ηγεσία του κόμματος, το πόστο μου σαν υπουργός, το βαθμό μου σα διοικητής και την υπηκοότητά μου. Δεν έχω κανένα πια δεσμό νομικά με την Κούβα. Οι μόνοι δεσμοί που έχω είναι άλλης φύσεως-αυτοί που δεν σπάνε όπως οι διορισμοί σε πόστα.

Ανασκοπώντας τη ζωή μου, πιστεύω ότι δούλευα με αρκετή τιμιότητα και αφοσίωση για να εδραιώσω την επαναστατική κατάκτηση.

Το μόνο μου σοβαρό λάθος ήταν το ότι δεν σου έδειξα αρκετή εμπιστοσύνη απ' τις πρώτες στιγμές στη Σιέρα Μαέστρα και το ότι δεν κατάλαβα αρκετά γρήγορα τις ηγετικές και επαναστατικές σου ικανότητες. Έζησα υπέροχες στιγμές δίπλα σου και αισθάνομαι την τιμή να ανήκω στους ανθρώπους σου στις λαμπρές μα λυπημένες μέρες της κρίσης της Καραϊβικής. Λίγοι πολιτικοί είναι στις μέρες μας τόσο λαμπροί όσο εσύ. Είμαι επίσης περήφανος που σε ακολούθησα χωρίς δισταγμό, που ταυτίστηκα με τον τρόπο που σκέφτεσαι και που εκτιμάς τους κινδύνους.

Άλλα έθνη του κόσμου χρειάζονται τις ταπεινές μου προσπάθειες συμπαράστασης. Μπορώ να κάνω αυτό που εσύ δεν μπορείς λόγω της ευθύνης σου στην αρχηγία της Κούβας, και έφτασε ο καιρός να αποχωριστούμε.

Πρέπει να ξέρεις ότι αυτό το κάνω με ανάμεικτα συναισθήματα. Αφήνω εδώ την πιο αγνή μου ελπίδα σαν χτίστης και σαν αγαπημένος αυτών που λατρεύω. Και αφήνω τους ανθρώπους που με δέχτηκαν σα γιο. Αυτό πληγώνει ένα μέρος της ψυχής μου. Μεταφέρω στα πεδία των νέων μαχών την πίστη ότι με δίδαξες, το επαναστατικό πνεύμα του λαού μου, το αίσθημα της εκπλήρωσης ενός απ' τα πιο ιερά καθήκοντα: να πολεμάς όπου και να είσαι τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι μια πηγή δύναμης και ακόμη, γιατρεύει τις βαθύτερες πληγές.

Δηλώνω για άλλη μια φορά ότι απαλλάσσω την Κούβα από κάθε ευθύνη, εκτός απ' αυτή που προέρχεται απ' το παράδειγμά της. Αν ο θάνατος με βρει κάτω από άλλους ουρανούς, η τελευταία μου σκέψη θα είναι γι αυτό το λαό και ειδικά για σένα.

Είμαι ευγνώμων για τη διδασκαλία και το παράδειγμά σου, στο οποίο θα προσπαθήσω να σταθώ πιστός μέχρι τις τελικές συνέπειες των πράξεών μου. Πάντα ταυτιζόμουν με την εξωτερική πολιτική της επανάστασής μας, όπως και συνεχίζω. Όπου κι αν βρίσκομαι, θα αισθάνομαι την ευθύνη του να είσαι Κουβανός επαναστάτης και σαν τέτοιος θα συμπεριφέρομαι. Δεν λυπάμαι που δεν άφησα τίποτα υλικό στη γυναίκα και τα παιδιά μου. Είμαι ευτυχισμένος που έγινε έτσι. Δε ζητώ τίποτα γι αυτούς γιατί το κράτος θα φροντίσει να έχουν αρκετά για να ζήσουν και να μορφωθούν. Θα είχα πολλά να πω σ' εσένα και το λαό μας, αλλά αισθάνομαι ότι είναι άχρηστα. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που θα ήθελα και δεν υπάρχει λόγος να ξοδεύω σελίδες.

Πάντα μπροστά για τη νίκη!

Πατρίδα ή θάνατος!

Σε αγκαλιάζω με όλο τον επαναστατικό μου ζήλο.

Φιντέλ «Κείμενα», Σύγχρονη Εποχή 1988
Read more!

7.2.08

You're gonna rise

2 comments

η καλύτερη ερμηνεία που θα ακούσετε ποτέ... Συνέχεια
Summertime, time, time,
Child, the living's easy.
Fish are jumping out
And the cotton, Lord,
Cotton's high, Lord so high.

Your daddy's rich
And your ma is so good-looking, baby.
She's a-looking good now,
Hush, baby, baby, baby, baby now,
No, no, no, no, no, no, no,
Don't you cry, don't you cry.

One of these mornings
You're gonna rise, rise up singing,
You're gonna spread your wings, child,
And take, take to the sky,
Lord, the sky.

But until that morning,
Honey, n-n-nothing's going to harm ya,
No, no, no no, no no, no...
Don't you cry — cry.
Read more!

28.1.08

If I had the use of my body, I would throw it out the window

0 comments

O Samuel Beckett μας τοποθετεί στο πλαίσιο που κινούνται τα πολυπλόκαμα μέλη αυτής της φαιδρής κουστωδίας… Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot)

VLADIMIR:

And now you turn him away? Such an old and faithful servant!

ESTRAGON:

Swine!

Pozzo more and more agitated.

VLADIMIR:

After having sucked all the good out of him you chuck him away like a . . . like a banana skin. Really . . .

POZZO:

(groaning, clutching his head). I can't bear it . . . any longer . . . the way he goes on . . . you've no idea . . . it's terrible . . . he must go . . . (he waves his arms) . . . I'm going mad . . . (he collapses, his head in his hands) . . . I can't bear it . . . any longer . . .

Silence. All look at Pozzo.

VLADIMIR:

He can't bear it.

ESTRAGON:

Any longer.

VLADIMIR:

He's going mad.

ESTRAGON:

It's terrible.

VLADIMIR:

(to Lucky). How dare you! It's abominable! Such a good master! Crucify him like that! After so many years! Really!

POZZO:

(sobbing). He used to be so kind . . . so helpful . . . and entertaining . . . my good angel . . . and now . . . he's killing me.

ESTRAGON:

( to Vladimir). Does he want to replace him?

VLADIMIR:

What?

ESTRAGON:

Does he want someone to take his place or not?

VLADIMIR:

I don't think so.

ESTRAGON:

What?

VLADIMIR:

I don't know.

ESTRAGON:

Ask him.


Read more!

23.1.08

Sometimes - history needs a push

0 comments


Κρατάμε το "Ακόμα και η καθαρίστρια θα πρέπει να μπορεί να διοικεί στη χώρα"... και ακονίζουμε τα φαράσια μας. Read more!

16.1.08

Το πολιτικό ύφος της παράνοιας

0 comments


Ψυχαναλυτικές σημειώσεις σχετικά με το φθόνο της ζωής

του Massimo Recalcati*

* Τίτλος πρωτοτύπου: Lo stile politico della paranoia. Note psicoanalitiche sull’invidia della vita, Forme di vita 4/2005. Οι σημειώσεις με αστερίσκο είναι του Άκη Γαβριηλίδη (μεταφραστή).

1. Το μη αφομοιώσιμο κατάλοιπο

Το κόκκινο νήμα που ενώνει τις δύο μεγάλες ενότητες του φροϋδικού στοχασμού γύρω από το ανθρώπινο πάθος του μίσους, δηλαδή εκείνη που αναπτύσσεται στο Ενορμήσεις και πεπρωμένα των ενορμήσεων του 1915 και εκείνη που αναπτύσσεται στο Πέρα από την αρχή της ηδονής του 1919, συγκροτείται από την ιδέα ότι το μίσος πηγάζει από ένα κατάλοιπο ετερότητας εμμενές στο υποκείμενο και, ταυτόχρονα, μη αφομοιώσιμο στην ταυτότητα του εγώ. Στη θεωρία τού 1915, ο Φρόιντ στοχάζεται αυτό το κατάλοιπο εκκινώντας από την ιδέα ότι είναι αδύνατο να απελευθερώσουμε το ψυχικό όργανο από τις δυσάρεστες εντάσεις ή, αν προτιμάτε, να το καταστήσουμε τελείως ομογενές προς το νόμο της αρχής της ηδονής: ο εχθρός, εξαιτίας της ίδιας της διάρθρωσης του ψυχικού οργάνου, δεν μπορεί να συμπίπτει μόνο με το εξωτερικό εφόσον... Συνέχεια...η ενορμητική ένταση που διαταράσσει την ομοιοστατική τάση του οργάνου δεν είναι καθόλου εξωτερική αλλά, ακριβώς, εσωτερική, ενδογενής, εμμενής στο υποκείμενο. Με αυτή την έννοια το δυσάρεστο συμπίπτει με το εσωτερικό, δηλαδή με αυτό το ξένο και αναφομοίωτο εσωτερικό που αποτελεί η ίδια η ώθηση των ενορμήσεων (Freud 1915).

To 1919, άρα στο μεταψυχολογικό πλαίσιο όπου κυριαρχεί η επιπλοκή της ενόρμησης του θανάτου, αυτό το εσωτερικό ξένο κατάλοιπο επανεμφανίζεται με βάση την ιδέα ότι το υποκείμενο ...είναι αδύνατο να εξωτερικεύσει πλήρως, για παράδειγμα μέσω της ετεροκατευθυνόμενης και καταστροφικής βίας («ενόρμηση καταστροφής»)
την αυτοκαταστροφική ώθηση (Todestrieb) η οποία το ενοικεί καθόσον είναι ον της απόλαυσης (Freud 1919).

Και στις δύο αυτές γενεαλογίες, ο Φρόιντ θέτει το ανθρώπινο πάθος του μίσους σε σχέση με μία περίσσεια ενόρμησης. Το σημείο αυτό το υπογραμμίζουμε προκειμένου να διακρίνουμε τη διάσταση του μίσους –η οποία προκαλείται από μια περίσσεια- από τη νατουραλιστική ιδέα της επιθετικότητας ως προσανατολισμένης από μία στοιχειώδη-ενστικτώδη αρχή αυτοσυντήρησης. Το μίσος είναι αρχαιότερο από την αγάπη, όπως επαναλαμβάνει ο Φρόιντ, διότι τελεί σε σχέση προς αυτή τη δομική περίσσεια, προς το μη ανιχνεύσιμο ενορμητικό κατάλοιπο. Η ετερότητα του (εξωτερικού) αντικειμένου αντανακλά επομένως την ετερότητα της ενόρμησης σε σχέση με την ομογενή τάξη του εγώ και την ηδονιστική τελεολογία που τη στηρίζει: να αποφεύγει την οδύνη και να αναζητά την ηδονή[1]. Αλλά για τον Φρόιντ το μίσος είναι αρχαιότερο από την αγάπη και για έναν άλλο λόγο. Η κίνηση εξωτερίκευσης της εσωτερικής έντασης, η απόρριψη [estroflessione] του κακού αντικειμένου (όπως θα έλεγε η Μέλανι Κλάιν), αυτή λοιπόν η πρωταρχική κίνηση που βρίσκει το σωματικό της πρότυπο στην πράξη του φτυσίματος, στην αποβολή (Ausstossung), βρίσκεται στη βάση της ανθρώπινης συγκρότησης της ίδιας της εμπειρίας της εξωτερικότητας.
Η ανάδυση της υποκειμενικής εμπειρίας της εξωτερικότητας –η οποία επομένως στην ψυχανάλυση δεν είναι ποτέ ένα απλώς πραγματολογικό δεδομένο- επέρχεται ακριβώς μέσω της αποβολής του κακού αντικειμένου. Το φτύσιμο δηλαδή είναι το σκοτεινό θεμέλιο κάθε δυνατότητας αφομοίωσης. Για τον Φρόιντ το «όχι!» εγκαθιδρύει τη δυνατότητα του «ναι». Σε αυτό το φροϊδικό προνόμιο του φτυσίματος, το μίσος βρίσκει μια αρχέγονη παθητικο-σωματική του έκφραση: αυτό που έρχεται σε αντίθεση με την ομοιόσταση του οργάνου εκβάλλεται και σε αυτή την κίνηση το υποκείμενο πραγματοποιεί τη διαφοροποίησή του ως υποκείμενο. Ακριβώς όμως εξαιτίας αυτής της γένεσης της ετερότητας, το αντικείμενο αναδύεται πάντα ως υποκειμενικό αντικείμενο, δηλαδή ως ένα κομμάτι από το Είναι του υποκειμένου το οποίο αυτό δεν μπορεί να μεταβολίσει επαρκώς, ένα μη αφομοιώσιμο κατάλοιπο, ένα περίπλοκο σημείο σε οξεία αντίθεση με την ιδεατή παράσταση του εαυτού· ένα σημείο περίπλοκο, το οποίο επομένως το υποκείμενο ωθείται να εξωτερικεύσει. Ο πραγματικός εισβολέας έτσι είναι το Ίδιο της ενόρμησης· αυτή είναι, οριστικά, η τελευταία λέξη του Φρόιντ για το μίσος: το μη αφομοιώσιμο κατάλοιπο της ενόρμησης δεν μπορούμε να το φτύσουμε.

2. Η άρνηση του Ιδίου

Μια φροϋδική θεωρία του μίσους οδηγεί αναπόφευκτα σε μία κριτική προβληματοποίηση των λεγομένων φιλοσοφιών της διαφοράς οι οποίες εντοπίζουν την απώτατη ρίζα του μίσους στην άρνηση του Άλλου και της ετερότητάς του. Η θέση του Φρόιντ διορθώνει αυτή την προοπτική δείχνοντας πρώτα απ’ όλα ότι η ετερότητα του Άλλου είναι εμμενής στο Ίδιο και ότι, επομένως, το μίσος είναι η άρνηση του Ιδίου. Η θέση του Φρόιντ είναι ότι το μίσος είναι πρωταρχικά ένα είδος υλικής ανταπόκρισης του σώματος που έχει στόχο το χωρισμό από ό,τι εισάγει στο μηχανισμό έναν ανεξέλεγκτο στροβιλισμό. Κατ' αυτή την έννοια, το μίσος διαμορφώνεται ως παράγων του διαχωρισμού. Αλλά το τμήμα που αποβάλλεται από τον εαυτό, όπως είπαμε, δεν μπορεί ποτέ να αποβληθεί τελείως. Δεν μπορείς να αποβάλεις την ενόρμηση. Κατ' αυτή την έννοια, το αντικείμενο πάνω στο οποίο συγκλίνει το μίσος είναι αυτ
ό το κομμάτι τού Είναι που προσιδιάζει στο υποκείμενο (το ενορμητικό Είναι του) το οποίο το υποκείμενο δεν είναι σε θέση να διαχωρίσει από τον εαυτό του. Το μίσος έτσι είναι μία τροπικότητα για να εντοπίσουμε στον Άλλο αυτό που έρχεται σε αντίθεση με την ιδεώδη, ναρκισσιστική παράσταση του Ιδίου. Επομένως, αν το αντικείμενο που μισούμε είναι δείκτης της μη καθαρότητας του ενορμητικού Είναι μας, τότε, για να ακριβολογήσουμε, δεν υπάρχει μίσος για τη διαφορά αλλά μόνο για το Ίδιο, με την έννοια ότι το αυθεντικό αντικείμενο του μίσους είναι το ενορμητικό ον που είναι το υποκείμενο για τον εαυτό του. Το αντικείμενο που αποβάλλεται δηλαδή είναι η εκκεντρικότητα της ενόρμησης (η οποία είναι αδύνατο να αποβληθεί). Είναι η ενόρμηση ως έκκεντρη σε σχέση με το φυσικό πρόγραμμα του ενστίκτου, ως διαστροφή, απο-φυσικοποίηση του ενστίκτου[2]. Το θεωρητικό αυτό μοτίβο μάς υποχρεώνει να αποσαφηνίσουμε τη λακανική ερμηνεία του ρατσισμού που προτείνεται στο Television. H θέση του Λακάν (1982) είναι ότι η απώτατη αιτία της ρατσιστικής άρνησης είναι η άρνηση της απόλαυσης του Άλλου και των ιδιαίτερων τρόπων με τους οποίους αυτή εκδηλώνεται για να επιβληθεί στη δική μας. Αυτό όρισε ο Ζακ-Αλαίν Μιλλέρ (1990) ως «σκοτεινή αιτία του ρατσισμού»: μίσος προς τον τρόπο απόλαυσης του Άλλου. Πάντως, αν δεν θέλουμε να αγνοήσουμε το φροϋδικό δίδαγμα, οδηγούμαστε να συμπληρώσουμε τη θέση του Λακάν λέγοντας ότι η ρατσιστική άρνηση της απόλαυσης του Άλλου είναι εκδήλωση της άρνησης της ετερότητας του Άλλου που χαρακτηρίζει το Ίδιο. Η εχθρική διαφοροποίηση των ιδιαίτερων τρόπων απόλαυσης αντανακλά τη δυσκολία που έχει το υποκείμενο να αναλάβει το βάρος του δικού του ενορμητικού Είναι ως ριζικά έκκεντρου. Κατ' αυτή την έννοια, η ταύτιση του εχθρού με το έξω, με ένα εξωτερικό αντικείμενο, περιέχει πάντοτε μία δόση αυταπάτης για την ψυχανάλυση. Κι ωστόσο η ταύτιση ανάμεσα στο ξένο εξωτερικό και τον εχθρό ορίζει τη βασική θέση του υποκειμένου σε σχέση με την αναδυόμενη ετερότητα των ακυβέρνητων διαταραχών. Πράγματι, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε αναλυτικά στη συνέχεια, αυτό είναι το θεμέλιο του πολιτικού ύφους της παράνοιας, δηλαδή της παρανοϊκής εργασίας προστασίας-εντοπισμού του (ενορμητικού) εχθρού στο εξωτερικό. Εδώ διασταυρωνόμαστε με τη θέση του Λακάν (2001) η οποία αναδεικνύει την παράνοια ως μία στρατηγική που αποσκοπεί να ταυτίσει την απόλαυση με τον τόπο του άλλου. Το πολιτικό ύφος της παράνοιας συνίσταται λοιπόν στο να καθίσταται απόλυτη η εχθρότητα προς τον εχθρό ως τρομακτικό Άλλο, ως ακάθαρτο Άλλο, ως Άλλο που, ακριβώς, απολαμβάνει. Έτσι, αυτό διαγράφεται ως η πραγματική και η πιο τρομερή εναλλακτική οδός προς την ψυχαναλυτική εργασία, η οποία αντιθέτως τείνει να επανεγγράψει τον εχθρό σε μια δυνατή όψη του Ιδίου. Το πολιτικό ύφος της παράνοιας αναδεικνύει τον Άλλο ως απειλητική και διωκτική βούληση που πρέπει να εξορκίσουμε. Αντί να υποστηρίζει τη φροϋδική αρχή ότι ο ξένος είναι εμμενής στο υποκείμενο, επιμένει να του αποδίδει τα χαρακτηριστικά μιας εχθρικής υπερβατικότητας, ανασυμπιέζοντας το ίδιο το υποκείμενο σε μια ταυτότητα χωρίς διαλεκτική.

3. Το παρανοϊκό θεμέλιο του εγώ

Ο Χάιντεγκερ ανέδειξε τη συρρίκνωση του κόσμου σε εικόνα –σε υποκειμενική παράσταση- ως ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της νεωτερικής εποχής, το οποίο οδηγεί στο αποκορύφωμά της μια παράδοση που φτάνει από τον Ντεκάρτ μέχρι το Νίτσε. Η συμβολή του στοχασμού του Λακάν προσθέτει, συμπληρώνει και από ορισμένες πλευρές ενισχύει την υπόθεση του Χάιντεγκερ: το συμβάν της συρρίκνωσης του κόσμου σε εικόνα θεμελιώνεται σε μία συρρίκνωση του ανθρώπου στην εικόνα του: ο κόσμος ο συρρικνωμένος σε εικόνα είναι ένας κόσμος συρρικνωμένος
σε εικόνα του ανθρώπου συρρικνωμένη σε εικόνα του εγώ. Για το λόγο αυτό ο Λακάν επιμένει, ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση που εγκαινιάζει ο Σαρτρ, ριζοσπαστικοποιώντας τον Χούσερλ και την κριτική που αυτός αναπτύσσει προς κάθε ψυχολογιστικό εσωτερισμό στην Υπερβατικότητα του Εγώ, να δείξει ότι το εγώ δίδεται όχι ως μία λειτουργία σύνθεσης αλλά ως ένα «αντικείμενο», δηλαδή ως εικόνα του Άλλου. Εξ ού η ίδια η ιδέα μιας «παρανοϊκής γνώσης» που δομεί τον κόσμο σύμφωνα με το ίδιο κριτήριο με το οποίο το εγώ δομεί τη σχέση με την εικόνα του. Σε αυτή δηλαδή την πρωταρχική μορφή γνώσης, το αντικείμενο είναι πάντοτε μια εικόνα του εγώ, κατά τον ίδιο τρόπο που το εγώ είναι πάντοτε μια εικόνα του υποκειμένου.

Η επιμονή του Λακάν στη δομική διάσταση της παράνοιας αποκαλύπτει εδώ έναν καθοριστικό φιλοσοφικό λόγο [ragione] που είναι επενδυμένος στο πρόβλημα της ταυτότητας: η ταύτιση του εγώ –η ταυτότητά του- επιφέρει άραγε τη διάκριση από τον Άλλο, όπως υποστηρίζει μια ορισμένη γνωστική προσέγγιση, ακόμα και ψυχαναλυτική; Ή μήπως, όπως επιμένει να ισχυρίζεται ο Λακάν, το εγώ είναι ως εκ της δομής του ένας άλλος;

Η πρώτη θέση θα έθετε τη γένεση της ταυτότητας ως ένα φαινόμενο ωρίμανσης-εξέλιξης: η σταδιακή ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων υποτίθεται ότι οδηγεί στη διάκριση του εσωτερικού από το εξωτερικό, του εγώ από το μη-εγώ κ.λπ. Η ετερότητα του άλλου εμφανίζεται ως η απόληξη μιας διαδικασίας εξελικτικής ωρίμανσης. Αντιθέτως η δεύτερη θέση, εκείνη του Λακάν, θεωρεί ότι η ετερότητα συνοδεύει ανέκαθεν τη συγκρότηση της ταυτότητας, με άλλα λόγια ότι το εγώ, άρα ο κύριος τόπος της ταυτότητας, στην πραγματικότητα είναι καθαυτό ένας Άλλος. Για τον Λακάν, μόνο αν επιμείνουμε να θέσουμε το σκάνδαλο μιας συστατικής «απο-ταυτότητας» του εγώ θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την επιθετική τάση που χαρακτηρίζει το πολιτικό ύφος της παράνοιας.

Ο Άλλος που καθιστά δυνατή τη συγκρότηση της ταυτότητας έρχεται απ’ έξω και παρασύρει το υποκείμενο σε ένα στρόβιλο ταυτίσεων. Αυτός ο άλλος αγαπιέται ναρκισσιστικά ως ιδεώδες, αλλά στο βαθμό που η φύση του παραμένει εξωτερική, απρόσιτη, πάντοτε αναγκαία άλλη, αναδεικνύεται επίσης ως ένας ακατανίκητος εχθρός. Η φύση της παράνοιας συνίσταται πράγματι στο να θέτουμε τον εγγύτερο Άλλο ως εχθρό. Το εσωτερικευμένο ιδανικό του εγώ ως διώκτη.

Αυτή η θέση περί της παρανοϊκής φύσης του εγώ επιτρέπει στο Λακάν να προσεγγίσει το πρόβλημα της επιθετικής τάσης μέσα από το διώνυμο επιθετικότητα-γοητεία. Το διώνυμο αυτό περιπλέκει κριτικά το κλασσικό, μετα-φροϋδικό διώνυμο επιθετικότητα-ματαίωση. Ενώ το τελευταίο προτείνει μια κοινωνιολογιστική ερμηνεία της επιθετικότητας ως απάντησης στη διάψευση μιας προσδοκίας (Versagung), ως αντίδρασης σε ένα εξωτερικό όριο το οποίο βιώνεται ως καταπιεστικό, το διώνυμο επιθετικότητα-γοητεία δείχνει αντιθέτως ότι η επιθετικότητα εκλύεται από την εγγύτητα, από το γεγονός ότι είμαστε αιχμάλωτοι στην εικόνα του Άλλου, στη ναρκισσιστική ερωτικοποίηση αυτής της εικόνας.

Έχουμε έτσι από τη μία πλευρά την ιδέα της επιθετικής αντίδρασης ως αντίδρασης για την επιβίωση, ενώ από την άλλη την ιδέα μιας επιθετικότητας η οποία περισσεύει, δεν τελεί σε σχέση με την απαίτηση της ζωής να προστατευθεί, αλλά είναι αλλοιωμένη, διεστραμμένη, γοητευμένη και αιχμαλωτισμένη στην εικόνα του Άλλου. Αυτή η επιθετικότητα είναι θεμελιωδώς παρανοϊκή διότι δεν εισέρχεται καθόλου στα ηδονιστικά πλαίσια της αρχής της ευχαρίστησης αλλά ανταποκρίνεται σε μια ακατανίκητη ναρκισσιστική έλξη, ισχυρότερη από τη φυσική άμυνα των οικολογικών ορίων της ταυτότητας. Τρέφεται όχι από την καταπίεση, αλλά από την κατοπτρική γοητεία.

4. Διπλή ανάγνωση της παράνοιας

Στον Φρόιντ και τον Λακάν, η αναφορά στην κλινική μορφή της παράνοιας έχει μια αξία που υπερβαίνει το επίπεδο της απλής ψυχοπαθολογίας. Αν για τον Φρόιντ το κλινικό της προνόμιο απέρρεε από το γεγονός ότι η παράνοια έδειχνε στην πράξη μια διαδικασία άμυνας εναλλακτική προς την απώθηση, η οποία επομένως χαρακτηρίζεται όχι τόσο από τη συμβολική εργασία του ασυνειδήτου αλλά από μια θεμελιώδη απόρριψή της, για τον Λακάν το κλινικό προνόμιο της παράνοιας συνίσταται στο ότι την κάνει δομική προϋπόθεση της υποκειμενικότητας –όπως έκανε ο Φρόιντ με τη διαστροφή σε σχέση με την παιδική σεξουαλικότητα. Ο Λακάν όχι μόνο αρνείται να θεωρήσει την παράνοια ένα είδος ψυχολογικού χαρακτήρα, αλλά και μέσω αυτής σημαδεύει την εναρκτήρια στιγμή της εγκαθίδρυσης της ταυτότητας. Πραγματικά, το Εγώ δομείται ως θεμελιωδώς παρανοϊκό, με άλλα λόγια προσδεμένο και υποδουλωμένο στη δική του εικόνα ως εικόνα του Άλλου.

Ο Φρόιντ και ο Λακάν αναδεικνύουν, ο ένας την αυστηρώς αμυντική διάσταση της παράνοιας, ο Άλλος* τη συστατική της λειτουργία για την ταυτότητα του Εγώ. Τώρα, το ζήτημα είναι ότι δεν πρόκειται για εναλλακτικές εκδοχές της παράνοιας, αλλά για δύο εξίσου αποφασιστικές πλευρές της: η άμυνα της ταυτότητας και η άκαμπτη οργάνωσή της (ή μάλλον η παραληρηματική οργάνωσή της, διότι, όπως υπενθυμίζει επανειλημμένα ο Λακάν, η πραγματική τρέλα δεν είναι να χάσεις την ταυτότητα του Εγώ αλλά το να πιστεύεις πραγματικά σε ένα Εγώ, να το θέτεις ως μία ταυτότητα χωρίς διαιρέσεις[3]), στην πραγματικότητα είναι δύο όψεις ενός και του ιδίου νομίσματος. Η επιμονή του Φρόιντ στην παρανοϊκή άμυνα ως εναλλακτική λύση προς την ακολουθία απώθηση-επιστροφή του απωθημένου διασταυρώνεται με τη θέση του Λακάν περί της υπερτροφίας της φαντασιακής ταυτότητας του εγώ. Ακριβώς στο βαθμό που παραμένει αιχμάλωτο του «εγώ» του, το παρανοϊκό υποκείμενο δεν λειτουργεί μέσα από το συμβολικό φίλτρο της απώθησης αλλά μέσα από παγιωμένες μορφές προβολής. Αυτό σημαίνει ότι εκείνο που δεν είμαστε σε θέση να δεχθούμε για τον εαυτό μας –άρα εκείνο που συγκρούεται με την ιδεατή εικόνα τού εγώ, με τον μεγαλομανιακό μας αυτοθαυμασμό- δεν εκδηλώνεται μέσα από μια οδό κωδικοποιημένη με τα γλωσσικά μορφώματα του ασυνειδήτου (σύμπτωμα, ολίσθημα της γλώσσας, όνειρο, παραπραξία) αλλά αποβάλλεται, προβάλλεται προς το εξωτερικό, επιστρέφοντας ενδεχομένως στο υποκείμενο μόνο ως μια άμεση και διωκτική αντίδραση του πραγματικού.

Αυτό το διπλό κλειδί ανάγνωσης της παράνοιας –ναρκισσιστική καθήλωση και αμυντική προβολή- συνοψίζει τη συμβολή του Φρόιντ και του Λακάν και καθιστά ήδη σαφές το γενικό πολιτικό ύφος του παρανοϊκού λόγου: η ναρκισσιστική καθήλωση στην ταυτότητά μας οδηγεί σε μια σχέση προς την ετερότητα σημαδεμένη από μια άκαμπτη άμυνα που προβάλλει στον τόπο του Άλλου ό,τι είναι αδύνατο να υποκειμενικοποιηθεί, άρα την ετερότητα που προσιδιάζει στο υποκείμενο ως μία δυσοίωνη ετερότητα.

5. Ναρκισσιστική καθήλωση

Η ίδια η φύση του εγώ είναι που συγκροτείται ως θεμελιωδώς παρανοϊκή. Aς μείνουμε σε αυτή την πρώτη θέση του Λακάν. Τι σημαίνει; Η φαντασιακή σχέση με τον όμοιο σημαδεύεται από μια ριζική μορφή ερωτικοποιημένης αντιπαλότητας. Η παρανοϊκή φύση τού εγώ προκύπτει από την καθήλωση του υποκειμένου στην εξιδανικευμένη εικόνα του Άλλου. Ο Λακάν σκιαγράφησε αυτή την καθήλωση στην περίφημη ανάλυσή του για το «στάδιο του καθρέφτη». Είναι λοιπόν απαραίτητο να ξαναπιάσουμε σύντομα αυτή την ανάλυση.

Ο καθρέφτης προσφέρει στο μωρό τη δυνατότητα να συγκροτήσει την ταυτότητά του μέσα από μια εικόνα –τη δική του- την οποία αυτό αντιλαμβάνεται ως την εικόνα ενός ιδανικού Άλλου. Ο Λακάν επιμένει να συσχετίσει την πραγματική αναντιστοιχία του σώματος του μωρού –ανάμεσα στους έξι και τους δεκαοκτώ μήνες της ζωής του- προς το ναρκισσιστικό μεγαλείο με το οποίο επενδύεται η κατοπτρική εικόνα του, υπό την έννοια ότι αυτό το μεγαλείο αντισταθμίζει και επιλύει σε μία «καλή μορφή» εκείνο που το υποκείμενο βιώνει ως κατακερματισμένο και στερούμενο ενότητας (το πραγματικό του σώμα). Η ανάδυση του εγώ (moi) επέρχεται επομένως πάνω σε αυτή τη «μυθοπλαστική γραμμή», με άλλα λόγια πάνω στη διαφορά φάσης ανάμεσα στο εντεύθεν και στο εκείθεν του καθρέφτη, ανάμεσα στο (σχιζοφρενικό) κατακερματισμό του πραγματικού σώματος και τη ναρκισσιστική ενότητα του ιδανικού Εγώ. Σε σχέση με αυτή την τελευταία, το υποκείμενο διακατέχεται από μια ανταγωνιστική ερωτικοποίηση. Πραγματικά, απ’ τη μια πλευρά η ιδανική εικόνα τού Εγώ ερωτικοποιείται στο βαθμό που αποδίδει στο Εγώ τον επίσημο χαρακτήρα μιας ταυτότητας χωρίς αμυχές, από την Άλλη πλευρά αυτή η ίδια εικόνα πυροδοτεί μία επιθετική αντιπαλότητα στο βαθμό που μου διαφεύγει, εμφανίζεται ως ανέκαθεν «αφηρημένη» υπό την έννοια ότι το Είναι του υποκειμένου δεν θα μπορέσει ποτέ να την προσπελάσει. Αυτή λοιπόν η ταλάντευση μεταξύ ερωτικοποίησης και επιθετικότητας είναι στο κέντρο της ναρκισσιστικής διάστασης της παράνοιας. Δομείται ακριβώς μέσα σε αυτή την αλλοτρίωση του υποκειμένου (Je) σε αυτό που αποκαλούμε Εγώ (moi).

Ας σημειώσουμε και κάτι άλλο: αυτή η ιδανική εικόνα τού Εγώ δεν παράγεται μέσα από τη σταδιακή ανάπτυξη καθορισμένων ικανοτήτων, ούτε αφορά μια εξουσία σύνθεσης υπερβατολογικά καθορισμένη: δεν είναι, με άλλους όρους, μια προοδευτική ωρίμανση τού Εγώ. Η δομιστική τάση της σκέψης του Λακάν τον οδηγεί να ορίσει το Εγώ ως κάτι που έρχεται απ’ έξω, που εμπνέει εξωτερικώς το υποκείμενο, αντί να αποτελεί, με αριστοτελικό τρόπο, το αποκορύφωμα της εξέλιξής του (την ενεργοποίηση μιας δυνητικότητας). Αυτή τώρα η ιδέα περί του εξωτερικού χαρακτήρα της εικόνας τού Εγώ έχει κάποιες αξιοσημείωτες επιπτώσεις. Μεταξύ αυτών, κρίνω σκόπιμο να μείνουμε λίγο σε αυτή που αφορά περισσότερο το ερώτημα της συστατικής παράνοιας τού Εγώ, δηλαδή το ερώτημα της αναγωγής του «εγώ» σε φαντασιακό αντικείμενο. Αυτή η αναγωγή στην πραγματικότητα ανατρέπει τη ναρκισσιστική κεντρικότητα τού Εγώ, αποκαλύπτοντας την παρεπόμενη θέση του. Το ότι το Εγώ είναι αντικείμενο σημαίνει ότι το Εγώ δεν μπορεί να αξιώνει κανένα προνόμιο, καμία κυριαρχία. Η ταυτότητά του είναι μία διαστρωμάτωση ταυτίσεων, είναι μία αλλοτριωμένη ταυτότητα. Αυτή η αναδιπλασιασμένη μήτρα της ταυτότητας ριζοσπαστικοποιεί –σε σημείο να ανατρέπει- τον έκδηλο εγελιανισμό του σταδίου του καθρέφτη: το δύο δεν ανασυντίθεται ποτέ στο ένα. Αλλά αυτή η διαίρεση αποκαλύπτει το γεγονός ότι το Εγώ δεν είναι καθόλου μία δυνητικότητα η οποία φθάνει την ενεργοποίησή της, αλλά καρπός μιας πρόσληψης της εικόνας του Άλλου, μιας αληθινής αιχμαλωσίας η οποία αλλοτριώνει αμετάκλητα: μια εισβολή –η εισβολή της εικόνας του Άλλου- έρχεται λοιπόν να συγκροτήσει την ιδιαίτερη ταυτότητα του υποκειμένου, η οποία είναι ανέκαθεν μία μη ταυτόσημη ταυτότητα, μια ταυτότητα την οποία έχει σφετερισθεί ο Άλλος.

Η εικόνα είναι δική μου και, ταυτόχρονα, του Άλλου. Αυτό είναι το αναδιπλασιασμένο καθεστώς της. Μου επιτρέπει να αναγνωρισθώ, αλλά, ακριβώς επειδή με εμπνέει από μια θέση εκτός αυτής της αναγνώρισης, αποτελεί ήδη μια απαλλοτρίωση. Το Είναι του υποκειμένου έχει κλαπεί από τον Άλλο. Πρόκειται, πράγματι, για μια εισβολή που δεν μπορεί παρά να αλλοιώσει συστατικά αυτή την ίδια την ταυτότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ταυτότητα τού Εγώ, καθώς έρχεται από την εικόνα του Άλλου, καθώς έρχεται απ’ έξω, είναι πάντοτε άλλη από τον εαυτό της. Εξ ού όλη η αξία που πάντοτε απέδιδε ο Λακάν στον αφορισμό του Ρεμπώ: «το Εγώ είναι ένας Άλλος». Και ανάμεσα στο Εγώ και τον Άλλο κυκλοφορεί αυτή η ερωτικο-επιθετική ένταση. Αυτή είναι η ουσία της παρανοϊκής συγκρότησης του λακανικού Εγώ[4]. Στην παράνοια, το υποκείμενο φθάνει στην εξιδανικευτική κατοπτρική ολοκλήρωση –σε αντίθεση με τη σχιζοφρένεια, όπου το σώμα του υποκειμένου μένει χωρίς φαντασιακό ένδυμα, κατακερματισμένο, σε κομμάτια- αλλά αυτή η άφιξη παγιώνεται σε μια καθήλωση: το παρανοϊκό υποκείμενο είναι βυθισμένο στον καθρέφτη και στα ψευδαισθητικά του παιχνίδια. Ο Άλλος που αντανακλάται είναι το ιδανικό μου αλλά, ως τέτοιος, είναι επίσης ο ακατάβλητος εχθρός μου. Διότι η εικόνα του Άλλου δεν επιτρέπει καμία συμφιλίωση. Σε αυτό τον ακατάβλητο χαρακτήρα της εικόνας του Άλλου, σε αυτή την αδυναμία συμφιλίωσης, ο Λακάν εισάγει στο φαντασιακό πεδίο τη διάσταση του πραγματικού ως, ακριβώς, εκείνου που είναι αδύνατο να απορροφηθεί.

6. Προβλητική άμυνα

Ας ξαναπιάσουμε τώρα τη φροϋδική θέση για την παράνοια ως προβολή τού μη αφομοιώσιμου εσωτερικού[5]. Αυτή η θέση επιμένει να εγγράφει την παράνοια στο κατάστιχο μιας ριζικά αμυντικής στρατηγικής. Εδώ πρέπει να πάρουμε κατά γράμμα την έκφραση «ριζικά», υπό την έννοια ότι η άρνηση του υποκειμένου να γνωρίζει οτιδήποτε για τη φύση αυτού του «αναφομοίωτου» στην παράνοια γίνεται τόσο έντονη, ώστε να το καθιστά κυριολεκτικά κουφό και να μετασχηματίζει κάθε δυνατότητα συμβολικής «ενδοβολής» του αναφομοίωτου σε μια άκαμπτη προβλητική σχάση. Από αυτή την άποψη, από την άποψη του απόλυτου ιδανικού μιας καθαρότητας που αρνείται να μολυνθεί από την ετερότητα, η παράνοια μας φαίνεται ως η πραγματική τρέλα του ανθρώπου: όντως, το παθολογικό σφάλμα του παρανοϊκού είναι, όπως είδαμε, το να πιστεύει «αυτό που είναι», το να πιστεύει ότι είναι ένα «εγώ»[6].

Η θέση περί της παράνοιας ως αμυντικής στρατηγικής του υποκειμένου διατυπώθηκε από τον Φρόιντ ήδη τα χρόνια 1895-1896. Σε αντίθεση με τη σχιζοφρένεια που εκφράζει μια σχέση με το πραγματικό στερημένη από άμυνες –το σχιζοφρενικό υποκείμενο δεν έχει όρια, το σώμα του δεν προστατεύεται από κανένα σύνορο- στην παράνοια το κακό και άναρχο πραγματικό απορρίπτεται και ταυτίζεται με τον εξωτερικό Άλλο. Για τον Φρόιντ, τίθεται σε λειτουργία μια άρνηση της ενορμητικής απόλαυσης. Μια ειδική άρνηση όμως, διακριτή από την υστερική αηδία και από την ηθική κρίση του ψυχαναγκαστικού –οι οποίες είναι διαλεκτικές αρνήσεις στο βαθμό που ό,τι αρνούνται επιστρέφει με τη συμβολική μορφή του απωθημένου, άρα δεν διαχωρίζεται αμετάκλητα από το υποκείμενο-, σημαδεμένη από μια προβολή προς τα έξω εκείνου που το υποκείμενο συναντά ως μη αφομοιώσιμο στο εσωτερικό του. Διότι ενώ η υστερική αηδία και η ψυχαναγκαστική ηθική κρίση εμπεριέχουν μέσα τους την επιθυμία που θέλουν να ακυρώσουν (κατ’ αυτή την έννοια, το νευρωτικό σύμπτωμα, φροϋδικά, είναι μια κωδικοποιημένη, συμβιβαστική εκδήλωση της ασυνείδητης επιθυμίας), στην παρανοϊκή άμυνα η ασυνείδητη επιθυμία απλώς απορρίπτεται. Ακριβέστερα, ο Φρόιντ απομονώνει ως κεντρικό στην παρανοϊκή άμυνα το μηχανισμό τού Unglauben, της «μη πίστης». Ο μηχανισμός αυτός συνίσταται στο να αποδίδουμε στον Άλλο την εμπειρία της απόλαυσης, η οποία όμως σημάδεψε το υποκείμενο. Η παρανοϊκή δυσπιστία δηλαδή είναι το αντίθετο του νευρωτικού αισθήματος ενοχής, το οποίο εκδηλώνει την ηθική διαίρεση του υποκειμένου. Στον παρανοϊκό αντιθέτως δεν υπάρχει καμία υποκειμενική διαίρεση, καμία ντροπή και καμία συστολή, αλλά μάλλον (παραληρηματική) βεβαιότητα για την αθωότητά του: το φταίξιμο αποδίδεται συστηματικά στον Άλλο. Επομένως, δεν είναι το υποκείμενο που προσάπτει στον εαυτό του τη δική του πράξη και τη φρίκη από την απόλαυσή του –όπως συμβαίνει στη νεύρωση- αλλά αντιστρέφει στον Άλλο το δικό του κακόν*, συναντά το δικό του κακόν υπό τις μορφές του άλλου που του μοιάζει. Με αυτό τον τρόπο επαληθεύεται μια αλλαγή καθεστώτος όσον αφορά τη μομφή, η οποία δεν ταλανίζει πλέον το υποκείμενο, (όπως αντίθετα συμβαίνει στο διχασμένο υποκείμενο), αλλά το πλήττει εκ των έξω, του επισυμβαίνει σαν μια εξωτερική δύναμη[7]. Ο μηχανισμός τού Unglauben υποστηρίζεται από μια άρνηση πίστης (Versagung Glaubens) προς την νευρωτικά αμυντική πράξη του αισθήματος ενοχής. Αν, στη νεύρωση, το αίσθημα ενοχής είναι δείκτης μιας αντεστραμμένης (απωθημένης) εκδήλωσης της ασυνείδητης επιθυμίας, στην παράνοια η λειτουργία αυτή αντικαθίσταται από μια πολύ ριζικότερη πράξη άμυνας, διότι δεν είναι μια άμυνα που δείχνει διαλεκτικά απέναντι σε τι αμύνεται (με την έννοια ότι η άμυνα, όπως ισχυριζόταν ο Λακάν, είναι ήδη καθεαυτή μια εκδήλωση της επιθυμίας), αλλά είναι μια άμυνα η οποία διαχωρίζεται από αυτό, απέναντι στο οποίο αμύνεται. Θα ορίσουμε τώρα, ακολουθώντας τον Φρόιντ, ως «παρανοϊκή άμυνα» την άμυνα εκείνη που δεν θέλει να πιστέψει πως υπάρχει η παραμικρή μορφή συνέχειας ανάμεσα στο υποκείμενο και σε εκείνο από το οποίο αμύνεται, αλλά που μάλλον εξωτερικεύει στον ξένο, τον εχθρό, στον Άλλο ως διώκτη ό,τι δεν μπορεί να συμβολοποιήσει ως «ίδϊον». Η παρανοϊκή δυσπιστία είναι, πράγματι, μια μορφή αποβολής: το Unglauben είναι μια ριζική μορφή μη υποκειμενοποίησης, είναι εκδήλωση ενός ναρκισσιστικού φονταμενταλισμού που αποκλείει κάθε ανάμιξη με την απόλαυση και το ξένο στοιχείο που την χαρακτηρίζει.

Η παρανοϊκή αίσθηση σε σχέση με τον Άλλο ως διώκτη συνίσταται λοιπόν σε μία κατοπτρική αντιστροφή: η ασυνείδητη απόλαυση του υποκειμένου (για τον Φρόιντ η ομοφυλοφιλία) επιστρέφει στο υποκείμενο με την αντεστραμμένη μορφή της κακόβουλης απόλαυσης του Άλλου, με τη μορφή του Άλλου ο οποίος απολαμβάνει, ακριβώς, διωκτικά το υποκείμενο. Αλλά ο Άλλος που απολαμβάνει είναι αυτό που το υποκείμενο δεν είναι σε θέση να υποκειμενοποιήσει από το δικό του κακόν. Επομένως η απόλαυση ξαναγυρίζει μόνο με την αντεστραμμένη μορφή της απειλητικής απληστίας του Άλλου ως διώκτη· σε αντίθεση με το απωθημένο, ξαναγυρίζει εκ των έξω· όπως υπογραμμίζει ο Λακάν, είναι επιστροφή στο πραγματικό εκείνου που δεν συμβολοποιήθηκε. Η έλλειψη πίστης συνοδεύεται έτσι από την απόλυτη βεβαιότητα για την κακία του Άλλου, για τη διαφθορά του[8] και, ταυτόχρονα, από ένα είδος ναρκισσιστικής εξιδανίκευσης του υποκειμένου. Γι’ αυτό το λόγο, ο Φρόιντ υπογραμμίζει πώς η παράνοια έχει την τάση να συνοδεύεται από μια μεγαλομανιακή διάσταση, όπου η μεγαλομανία συνιστά τη φαντασιακή κάλυψη της απόλαυσης που έχει αποβληθεί και εντοπισθεί στον Άλλο ως εχθρό και διώκτη. Αλλά αυτή η μεγέθυνση του Εγώ, αυτή η απεριόριστη επέκτασή του που βρίσκουμε στο κέντρο του μεγαλομανιακού παραληρήματος, δείχνει ακόμα μια φορά τον μεταβιβαστικό χαρακτήρα της παρανοϊκής ταύτισης με τον Άλλο. Στη μεγαλομανία, το υποκείμενο, προς επιβεβαίωση της ναρκισσιστικής του καθήλωσης, αφομοιώνεται πλήρως προς τον εξιδανικευμένο Άλλο, με άλλα λόγια συμπίπτει με αυτό τον Άλλο.

Η παρανοϊκή άμυνα συνεπάγεται πως οτιδήποτε υπερβαίνει τον συμπαγή φαντασιακό ορίζοντα του Εγώ, γίνεται ο τόπος μιας απορριπτέας ακαθαρσίας. Το πολιτικό ύφος της παράνοιας επομένως είναι ένα ύφος παθολογίας της ταυτότητας· ακριβέστερα, μιας παθολογίας της ταυτότητας η οποία εκλύεται από μια ακραία ενίσχυση της υπεράσπισης της ταυτότητας. Πράγματι, ο παρανοϊκός κύκλος αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους: μια παθολογική άμυνα της ταυτότητας και μια υπερδιόγκωση της ταυτότητας ως ακραία απόληξη αυτής της άμυνας[9]. Ένα παράδειγμα [paradigma] αυτού του κύκλου μπορούμε να βρούμε στη σαρτρική ανάγνωση του αντισημιτισμού, όπου δεν είναι τυχαίο ότι τονίζεται η φαντασίωση συνοχής του αντισημίτη. Μια φαντασίωση την οποία, με τους όρους της σαρτρικής οντολογίας, ξαναβρίσκουμε στην απώτατη ρίζα της επιθυμίας του ανθρώπου ως désir d’être, ως επιθυμίας να γίνει Θεός, με άλλα λόγια ως της (αδύνατης) επιθυμίας να είναι μια «πέτρα με συνείδηση», δηλαδή ένα ον που είναι συμπαγές, αυτιστικά στατικό, και ταυτόχρονα διαθέτει την δυναμική ιδιότητα της αυτοσυνείδησης. Αλλά ο αντισημίτης επιδεικνύει την πιο ακραία πλευρά αυτής της επιθυμίας: η συνοχή της πέτρας τού παρέχει το δικαίωμα της ύπαρξης ως αμετακίνητο δικαίωμα. Σε αντιδιαστολή ο Εβραίος προσωποποιεί τη φρίκη της περιπλάνησης και της ανεπανόρθωτης ενδεχομενικότητας της ύπαρξης. Το μίσος του είναι ένα πάθος του Είναι με τον ριζικότερο δυνατό τρόπο[10], με την έννοια ότι αποδεικνύεται μια επιθυμία μεταμόρφωσης: η επιθυμία του αντισημίτη είναι να εξορκίσει το αστάθμητο και ενδεχομενικό της ύπαρξης, να υπάρχει ως ένας «άσπλαχνος βράχος» (Sartre 1990, σ. 53).

Ο Φρόιντ και ο Λακάν προσεγγίζουν αυτή την ένταση ανάμεσα στο ασταθές και αστάθμητο της ύπαρξης και την τάση προς σταθερότητα, επερωτώντας ακριβώς την διαφορική κλινική εικόνα των ψυχώσεων, με άλλα λόγια τη σχέση ανάμεσα στη σχιζοφρένεια και την παράνοια. Συγκεκριμένα, η παρανοϊκή φαντασίωση είναι μια φαντασίωση άμυνας απέναντι στην αστάθεια της ύπαρξης (την απόλαυση, για την ψυχανάλυση[11]). Στην κλασική διδασκαλία του Φρόιντ, σχιζοφρένεια και παράνοια διαιρούν το πεδίο των ψυχώσεων. Ο Λακάν νοεί αυτή τη διαίρεση ως μία τάση που διαπερνά το Είναι του υποκειμένου: ο σχιζοφρενικός κατακερματισμός του σώματος σε κομμάτια βρίσκει στο παρανοϊκό παραλήρημα μία δυνατή μορφή χειρισμού, διότι στο παρανοϊκό παραλήρημα το υποκείμενο μπορεί να πλησιάσει σε μία συνοχή η οποία εξορκίζει τον κίνδυνο του σχιζοφρενικού κατακερματισμού. Αυτή η ταλάντευση μεταξύ κατακερματισμού, σχιζοφρενικής διάλυσης και συμπαγούς, παρανοϊκής σκλήρυνσης αξίζει τον κόπο να υπογραμμιστεί. Η παράνοια είναι η ριζική θεραπεία του κατακερματισμού, μια θεραπεία που δεν γιατρεύει αλλά εισάγει το υποκείμενο σε μια δυνατή μορφή ζωής. Παρόλα αυτά, η συνοχή του παρανοϊκού υποκειμένου εξαρτάται μόνο από τον Άλλο. Αυτός ο Άλλος μπορεί να προσλάβει τη μορφή ενός ιδανικού τού υποκειμένου το οποίο έγινε ο ακατανίκητος εχθρός του. Ή, πάλι, της ανυποχώρητης αναζήτησης μιας αυστηρής και χωρίς κενά εξήγησης του κόσμου. Αυτή είναι η συγγένεια, την οποία αναφέρει επανειλημμένα ο Φρόιντ, μεταξύ φιλοσοφίας και παράνοιας. Η κοσμοαντίληψη (Weltanschauung) επιβάλλεται στην παράνοια ως απόπειρα να διατηρηθεί σταθερή η τάξη των πραγμάτων. Διότι αν στο σχιζοφρενικό κατακερματισμό το υποκείμενο παραμένει σε αδυναμία να σταθεροποιήσει τη διαλυτική χρεωκοπία του κόσμου, στην παραληρηματική κατασκευή της παράνοιας η βεβαιότητα παρέχει ένα θεμέλιο στην τάξη του κόσμου. Με αυτή την έννοια, ξαναβρίσκουμε σε λειτουργία το παρανοϊκό Unglauben: η αναζήτηση για μια απόλυτη αλήθεια, οντολογικά ορισμένη, μη διαψεύσιμη, απορρίπτει το χάος της ζωής. Η τάξη του κόσμου –στο παρανοϊκό όπως και στο φιλοσοφικό παραλήρημα- δεν υπόκειται σε μετασχηματισμούς.

Από αυτή την άποψη, μας φαίνεται παραδειγματική μια επιστολή του Φρόιντ προς τον Γιουνγκ. Πρόκειται για μια επιστολή του 1908: η παράνοια περιγράφεται εκεί ως το ανάποδο του πένθους. Ενώ στην ανθρώπινη εμπειρία του πένθους η λίμπιντο χάνει το αντικείμενό της, στην παράνοια αντίστροφα η λίμπιντο αποσπάται αμετάκλητα από το αντικείμενο[12]. Πρόκειται για ένα πέρασμα-κλειδί για να κατανοήσουμε το πολιτικό ύφος της παράνοιας: αντί να διασχίσει συμβολικά την πραγματική απώλεια του αντικειμένου, η παρανοϊκή άμυνα ενεργεί προς την κατεύθυνση μιας σχάσης της λίμπιντο από το αντικείμενο. Στην πραγματική απώλεια του αντικειμένου αντιτάσσει ένα ριζικό Unglauben: δεν θέλει να ξέρει τίποτε γι’ αυτή. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας είναι η επιστροφή του απωλεσθέντος αντικειμένου υπό τη δυσοίωνη μορφή μιας διωκτικής βούλησης η οποία ενσκήπτει από το εξωτερικό.

Αυτή η ιδέα περί της παράνοιας ως ανάποδου πένθους γέννησε τη θεωρία του Φορνάρι περί του πολέμου ως, ακριβώς, παρανοϊκής αντιμετώπισης του πένθους. Στη δουλειά του Φορνάρι, η παρανοϊκή επιθετικότητα περιγράφεται ως ένα αντιπένθος. Αυτή αποτελεί το προαπαιτούμενο του ξεσπάσματος της βίας και του πολέμου και συνίσταται σε μία προβλητική μετάθεση του τρομακτικού, συμβολικώς μη επεξεργάσιμου πραγματικού, προς τον γείτονα ως εχθρό, ο οποίος κατηγορείται (παρανοϊκώς) ότι προκάλεσε την απώλεια και το θάνατο των οικείων και των αγαπημένων μας. Η επιθετική βία λοιπόν καταλαμβάνει τη θέση μιας εργασίας πένθους που είναι αδύνατο να τελέσουμε· το χαμένο αντικείμενο μετασχηματίζεται σε αντικείμενο αποσπασμένο από την απόλαυση του Άλλου. Η φυλή η οποία υφίσταται το τραύμα μιας απώλειας, αποδίδει στους επιθετικούς χειρισμούς του σαμάνου της άλλης φυλής το φταίξιμο γι’ αυτό το επώδυνο συμβάν. Γι’ αυτό, ο Fornari (1970) ορίζει παραδόξως τον πόλεμο ως μία απλώς παρανοϊκή μεταχείριση του πένθους. Η πολεμική σύγκρουση πυροδοτείται από αυτή τη φαντασιακή μετάθεση· η ενδεχομενικότητα της ύπαρξης μετασχηματίζεται σε δυσοίωνη θέληση του Άλλου για απόλαυση, η μόνη αντιμετώπιση της οποίας, εάν αποφύγει κανείς τη στενωπό της εργασίας του πένθους, μπορεί να είναι ο πόλεμος. Κατ’ αυτή την έννοια το παρανοϊκό μίσος είναι πάντοτε δομικά ψευδαισθητικό. Η ψευδαίσθηση [allucinazione], από φροϋδική άποψη, είναι μία δυνατή αντίδραση προς την απώλεια του αντικειμένου, άρα στην πληγείσα συγκρότηση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας· είναι μια αντίδραση που εκδηλώνει την απουσία σημαίνουσας αρνητικοποίησης του Πράγματος (για τον Λακάν, τη διάκλειση της μεταφορικής λειτουργίας του Ονόματος του Πατέρα). Ο Φρόιντ την ορίζει ως μία τροπικότητα για να φτάσει κανείς στο χαμένο αντικείμενο «κόβοντας δρόμο». Το «κόβοντας δρόμο» [via breve] είναι εδώ μια έκφραση που πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά. Στον Φρόιντ, η εργασία του πένθους –όπως, γενικότερα, κάθε εργασία μετουσίωσης- απαιτεί χρόνο. Δεν υπάρχει δυνατότητα για καμία σύντομη οδό. Κατ’ αυτή την έννοια, η ψευδαίσθηση είναι μία λύση εναλλακτική προς την εργασία του πένθους. Είναι απουσία εργασίας: αποτελεί μάλλον «κόψιμο δρόμου» ανάμεσα στο πραγματικό και το συμβολικό, παροντοποίηση του Πράγματος, επιστροφή στο πραγματικό εκείνου που δεν συμβολοποιήθηκε, σύμφωνα με μια περίφημη διατύπωση του Λακάν. Το πολιτικό ύφος της παράνοιας απορρίπτει την εμπειρία της απώλειας. Η παράνοια, όπως και η ψευδαίσθηση, είναι μία οδός εναλλακτική προς το πένθος. Ενώ όμως η ψευδαίσθηση επιβάλλεται στο υποκείμενο εισβάλλοντας σε αυτό παρά τη θέλησή του, η παράνοια είναι μία επιλογή αγωνιστική, θρησκόληπτη. Το ζητούμενο είναι να αποδώσουμε στον Άλλο την αιτία του κακού υποστηρίζοντας το παραληρηματικό αξίωμα της πλήρους δικής μας αθωότητας. Αλλά το παρανοϊκό μίσος παραμένει και αυτό αιχμάλωτο της εικόνας. Γι’ αυτό, στην κορύφωση της παρανοϊκής επιθετικότητας, πλήττοντας τον Άλλο, τον εχθρό, το υποκείμενο πλήττει τον εαυτό του[13]. Ακόμα μια φορά, ο καθρέφτης παίρνει το πάνω χέρι. Αντιθέτως, το καθαρό μίσος καθιστά ριζική αυτή την επιθετικότητα διότι δεν στέκεται στην εξιδανικευμένη εικόνα του Άλλου αλλά σκοπεύει να πλήξει τον τόπο του Άλλου ως έδρα της αλλοτρίωσης. Όχι δηλαδή την ερωτικοποιημένη και ανταγωνιστική εικόνα του Άλλου, αλλά τον Άλλο ως συμβολική αρχή, τον Άλλο ως αυτό που επιβάλλει μια αμετάκλητη απόσταση από το Πράγμα της απόλαυσης. Σε αυτό το σημείο, η φαντασιακή επιθετικότητα μετατρέπεται σε απόλυτο μίσος, σε μίσος ως απόλυτο πάθος του Είναι. Ξαναβρίσκουμε εδώ το μοτίβο της πολεμικής του Λακάν με τις φιλοσοφίες της διαφοράς: το μίσος δεν είναι μίσος για τον Άλλο ως ξένο και διαφορετικό, αλλά το μίσος για τη διαφορά του άλλου είναι μίσος για τη δική μου διαφορά, για τη διαφορά που αφορά εμένα τον ίδιο[14].

7. Πάθος του Είναι

Στο Σεμινάριο, το μίσος περιγράφεται ως μία «διαδρομή χωρίς όρια» (Lacan 1978, σ. 342). Αυτό το «χωρίς όρια» είναι ένα λεπτό σημείο του μίσους ως ανθρώπινου πάθους. Σε αντίθεση προς την επιθετικότητα, το μίσος δεν εμφανίζεται περιχαρακωμένο, περιορισμένο, από την εικόνα του Άλλου. Το πάθος του καθαρού μίσους, σε αντίθεση προς το παρανοϊκό μίσος, δεν περιβάλλεται από την εικόνα του Άλλου που μου μοιάζει, αλλά κινείται πέρα απ' αυτήν. Γι’ αυτό, εξηγεί ο Λακάν, το μίσος δεν αρκείται στην απλή καταστροφή του αντιπάλου αλλά εμφανίζεται ως ακόρεστο, άρα, οριακά, χωρίς αντικείμενο. Αλλά ακριβώς σε αυτή την απουσία αντικειμένου συνίσταται η απελπισμένη διαύγειά του. Διότι αν η επιθετικότητα εμφανίζεται προσδεμένη στην εικόνα του ομοίου, το μίσος, ως πάθος χωρίς όρια, ξεπερνά το φαντασιακό επίπεδο, ωθούμενο απευθείας προς τον τόπο του Άλλου ως τέτοιο, αξιώνοντας την καταστροφή εκείνου. Γι’ αυτό ο Λακάν επιμένει να ισχυρίζεται ότι στο μίσος δεν διακυβεύεται μία φαντασιακή σύλληψη –πράγμα που αντιθέτως συμβαίνει με την επιθετικότητα-, διότι το μίσος δεν είναι μίσος για κάτι, ούτε, κατά βάθος, για κάποιον, αλλά, ακριβώς, ένα πάθος του Είναι. Ακριβέστερα, στην τοπολογία του για τα πάθη του Είναι (άγνοια, αγάπη και μίσος) το μίσος τοποθετείται στη διατομή, στη «διασταύρωση», ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό η οποία αποκλείει το συμβολικό σύμφωνο (ό.π. σ. 335).

Ποιος είναι ο λόγος αυτού του ορισμού του μίσους; Η επιθετικότητα εκδηλώνει την πλέον άμεση διάσταση του μίσους, παραμένοντας αιχμάλωτη της εικόνας, αποκαλύπτοντας το παρανοϊκό του θεμέλιο. Αντίστροφα, το μίσος αγγίζει απευθείας το επίπεδο του πραγματικού. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Λακάν επιστρέφει στη φροϋδική θέση ότι το μίσος είναι παλαιότερο, αρχαϊκότερο, από την αγάπη. Ο αποκλεισμός του συμβολικού επιπέδου δείχνει πώς, στο πάθος του μίσους, το ζητούμενο είναι η καταστροφή όχι μόνο του ομοίου, αλλά του τόπου του άλλου ως τόπου της γλώσσας· η άρνηση του μίσους είναι καθαρή διότι απαιτεί το θάνατο της γλώσσας, άρα του συμβολικού συμφώνου που καθιστά δυνατό το σύνδεσμο μεταξύ των ανθρώπινων όντων.

Ας μείνουμε λίγο ακόμα στον ορισμό του πάθους του Είναι. Πώς να νοήσουμε αυτή την έκφραση; Ο όρος «Είναι» στον Λακάν δεν έχει καμία οντολογική αναφορά. Πρόκειται μάλλον για την ηθική διάσταση του υποκειμένου. «Πάθος του Είναι» εδώ σημαίνει «πάθος του Είναι του υποκειμένου». Σημαίνει όμως εξίσου και πάθος του Είναι υπό την έννοια ενός πάθους συνοχής. Άρα ενός πάθους έλλειψης. Το μίσος, όπως η αγάπη και όπως η άγνοια, αφορά την ύπαρξη από την οπτική ενός ελλείμματος ύπαρξης. Αλλά η ταλάντευση του μίσους είναι πιο ωμή επειδή, σε αντίθεση με την αγάπη και την άγνοια, δεν περνά από τη συμβολική τάξη αλλά ταλαντεύεται βίαια από το φαντασιακό στο πραγματικό. Το συμβολικό προϋποθέτει το σύμφωνο, τη διαλεκτική μεσολάβηση, τη συμμαχία του Νόμου. Από την άλλη, το μίσος είναι ένα πάθος που διακόπτει το σύμφωνο, τη μεσολάβηση και τη συμμαχία του Νόμου. Ακόμα και με αυτή την έννοια είναι χωρίς όρια.

Ενώ στην άγνοια και στην αγάπη το συμβολικό παρεμβαίνει ως ορίζουσα (στην άγνοια ως πάθος για την αλήθεια, στην αγάπη ως πάθος αναγνώρισης), στο μίσος καθίσταται, ούτως ειπείν, αντικείμενο του πάθους. Διότι το μίσος ως πάθος του Είναι πάνω απ’ όλα είναι μίσος για τη γλώσσα ως τόπο της σημαίνουσας αλλοτρίωσης που επιβάλλει στο υποκείμενο μια μη διαχειρίσιμη απώλεια ύπαρξης, όπως δείχνει, για παράδειγμα, η περίπτωση του απαθούς μίσους του μαρκήσιου ντε Σαντ (πρβλ. Kant con Sade στο Lacan 1974). Αυτό διακρίνει το μίσος από τη φαντασιακή επιθετικότητα. Αυτή η διάκριση γίνεται ακόμα πιο φανερή στο Σεμινάριο VII που είναι αφιερωμένο στην Ηθική της ψυχανάλυσης, όπου ο Λακάν εισάγει την ανησυχητική φιγούρα του «μίσους του Θεού». Το ζήτημα είναι ακόμα μια φορά να αναδειχθεί η ριζική διάσταση του μίσους που ωθείται κυριολεκτικά πέραν της καταστροφής του κατοπτρικού αντιπάλου. Το μίσος που κατευθύνεται προς το Θεό αποκαλύπτει κατά τον Λακάν τον «πάγιο» χαρακτήρα του εν λόγω πάθους, το οποίο από αυτή την άποψη είναι το αντίστροφο της αγάπης. Ενώ το πάθος της αγάπης συνεπάγεται αναγκαία μια διάσταση εκκρεμούς αναμονής καθόσον περιστρέφεται γύρω από το σημείο της έλλειψης του Άλλου –η αγάπη είναι αίτημα για σημεία αγάπης, αίτημα προς τον Άλλο να δώσει τα σημεία της έλλειψής του-, στο μίσος δεν υπάρχει προσμονή του σημείου της έλλειψης του Άλλου διότι αυτό που θέλει να πλήξει το μίσος, εν ονόματι του Είναι, είναι ακριβώς η έλλειψη του Άλλου. Το «haine solide» κατευθύνεται προς το Είναι. Δεν πρέπει να εξομοιώνεται με το φθονερό μίσος, το άγχος μήπως χάσουμε αυτό που έχουμε· το μίσος, σε αντίθεση με τη ζήλεια, δεν είναι ένα πάθος του Έχειν. Το φθονερό μίσος παραμένει προσδεμένο στην εικόνα του Άλλου που παίρνει καταχρηστικά τη θέση μου, όπως συμβαίνει στην περίφημη αφήγηση του Αυγουστίνου: «Είδα με τα μάτια μου και γνώρισα καλά ένα μικρό παιδί έρμαιο της ζήλειας. Δεν μιλούσε ακόμα και ήδη παρατηρούσε, χλωμό και με απειλητικό βλέμμα, τον αδελφό του που θήλαζε» (παρατίθεται στο Lacan 1978, σ. 214).

Στην περίπτωση αυτή η αναφορά του φθονερού μίσους είναι ο όμοιος ως επείσακτος, ως σφετεριστής της θέσης του υποκειμένου. Το πρόβλημα είναι ότι, απαντώντας με φθόνο στην εισβολή αυτή, το υποκείμενο δεν καταφέρνει να διαχωριστεί από την εικόνα του αντίζηλου. Μένει μάλλον παγιδευμένο σε μία άπειρη αμφιταλάντευση. Η φαντασιακή αμφιταλάντευση της επιθυμίας συνίσταται στο να βάζουμε το αντικείμενο της επιθυμίας μας στη θέση του αντικειμένου της επιθυμίας του Άλλου: επιθυμώ το Χ όχι επειδή είναι Χ, αλλά επειδή ανήκει στον Ψ.

Αντιθέτως, για τον Λακάν το καθαρό μίσος, το μίσος ως πάθος του Είναι, δεν είναι σε σχέση προς τον όμοιο, αλλά προς τον Άλλο. Στην ουσία του, είναι μίσος του Θεού, μίσος για τον Δημιουργό. Ακριβέστερα, είναι μίσος για την απουσία του Άλλου, για την ανεπάρκεια του Θεού, για την ατέλεια του Είναι, για την έλλειψη του Άλλου. Το καθαρό μίσος είναι ασύμμετρο προς την φαντασιακή επιθετικότητα, άρα είναι πέραν του ορίου φίλος-εχθρός.

Αλλά το μίσος του Θεού είναι επίσης μίσος του Θεού προς το δημιούργημα· μίσος του πατέρα προς τους γιους του. Ο Θεός μισεί τα δημιουργήματά του επειδή αποτελούν το παράδοξο σημείο της ανεπάρκειάς του. Με αυτό τον τρόπο, ο Λακάν οικειοποιείται μια ορισμένη πτυχή της θεολογίας του Λούθηρου η οποία του χρησιμεύει για να αποδομήσει το φροϋδικό («χριστοκεντρικό») ιδεώδες του Πατέρα ως αγάπης. Δεν είναι ο Πατέρας ως αγάπη που δίνει νόημα στην ύπαρξη, αλλά η απουσία νοήματος της ύπαρξης που φαίνεται στο μίσος του Θεού προς τα δημιουργήματά του. Θεολογική εκδοχή του φροϋδικού μύθου για τον πατέρα της ορδής στο Τοτέμ και ταμπού: ο τόπος του άλλου δεν είναι εδώ ενσάρκωση του συμβολικού Νόμου αλλά μιας ξέφρενης απόλαυσης.

Το βήμα του Λακάν συνίσταται έτσι στο να απομακρύνει τη διάσταση του μίσους από το κατοπτρικό επίπεδο της ναρκισσιστικής επιθετικότητας της παράνοιας. Όσο υπάρχει σύγχυση στην παρανοϊκή διαύγεια, εξίσου υπάρχει διαύγεια στην εμπαθή σύγχυση του μίσους.

8. Μίσος και αμφιθυμία

Το παρανοϊκό μίσος είναι μίσος για τον όμοιο, δεν είναι μίσος για τη διαφορά. Το πολιτικό ύφος της παράνοιας πηγάζει από τη γοητεία του καθρέφτη. Το συμπαγές, καθαρό μίσος –το μίσος ως πάθος του Είναι κατά Λακάν-, φαίνεται από την άλλη να έχει ως καταλύτη την ατέλεια του Είναι. Εκεί έγκειται η πραγματική περιπλοκή της φύσης του. Το καθαρό μίσος είναι μίσος για τον μεγάλο Άλλο που δεν μας λυτρώνει με την δέουσα αποτελεσματικότητα από την άνευ νοήματος ενδεχομενικότητα της ύπαρξης. Αλλά τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση –στο παρανοϊκό όσο και στο καθαρό μίσος- αυτό που απορρίπτεται ως ανυπόφορο είναι η διαίρεση που θίγει το Είναι του υποκειμένου. Για τον Φρόιντ, ένα από τα κύρια ονόματα αυτής της διαίρεσης είναι η «αμφιθυμία». Αυτή η κατηγορία έχει αποφασιστική σημασία στην ψυχανάλυση. Δεν επισημαίνει απλώς μία διαταραχή της συναισθηματικής ζωής, ούτε –πολύ λιγότερο- μια ηθική ανακολουθία, αλλά μάλλον το ανεξάλειπτο ίχνος του ασυνειδήτου στη ζωή του υποκειμένου. Για το λόγο αυτό ο Φρόιντ επέμεινε να θέτει την αμφιθυμία ως μια δομική διάσταση του συναισθηματικού κόσμου του ανθρώπου. Μακράν του να μαρτυρεί μια κάποια παθολογία του συναισθήματος, η αμφιθυμία φέρνει στην επιφάνεια την εσώτερη φύση του. Το συναίσθημα δηλαδή σημαδεύεται από μια απαράκαμπτη αμφιθυμία που υπονομεύει κάθε στεγανή διάκριση του καλού και του κακού, της αγάπης και του μίσους. Αυτό εκφράζει με αφοριστικό τρόπο ο Λακάν όταν συνδέει την ανάγκη της αγάπης με εκείνη του ακρωτηριασμού του αντικειμένου της αγάπης[15].

Ακριβέστερα, για τον Φρόιντ η αμφιθυμία σηματοδοτεί το ίχνος που γεννά η παρέμβαση του συμβολικού Νόμου στο ομιλών ον. Όπου υπάρχει Νόμος υπάρχει αμφιθυμία, αντιπαράθεση, φόβος της ισχύος του και παραβατική τάση να ξεπεράσουμε τα όριά του. Ο Νόμος καταστρέφει την κατάσταση της αθωότητας ως αδύνατη φυσική κατάσταση και εισάγει στη διαίρεση ως εμπειρία του υποκειμένου[16]. Αυτό, με φροϋδικούς όρους, σημαίνει ότι η εγκαθίδρυση του κοινωνικού δεσμού επέρχεται με την παραίτηση από την απόλαυση και η παραίτηση αυτή συνεπάγεται αναγκαία μια σχέση αγάπης-μίσους απέναντι στο πρόγραμμα του Πολιτισμού, το οποίο από τη μια πλευρά μας εξανθρωπίζει και από την άλλη μας στερεί την απόλαυσή μας, επιβάλλοντάς μας δια της βίας μία «ενορμητική παραίτηση» (Φρόιντ 1929).

Η αμφιθυμία λοιπόν ορίζει την ανθρώπινη φύση και όχι ένα ελάττωμά της. Το μίσος έρχεται πριν από την αγάπη, εκτός των άλλων επειδή το να γεννιέσαι στους κόλπους του νόμου του Άλλου –της γλώσσας- επιφέρει μία άρνηση της απώλειας της απόλαυσης την οποία επιβάλλει αναγκαία αυτή η γέννηση. Η άρνηση αυτή από μια άποψη είναι συστατική για το υποκείμενο. Αυτή είναι η φροϋδική διάσταση της Ausstosung. Το υποκείμενο συγκροτείται ως διαφορά από τον Άλλο με το να αποβάλλει, να φτύνει, να λέει «όχι!».

Υπό το φως της κατηγορίας της αμφιθυμίας, η διάκριση φίλου και εχθρού δεν μπορεί πλέον να ορίζεται σύμφωνα με μια αμφιμονοσήμαντη σχηματικότητα. Διότι η αμφιθυμία μάς επιβάλλει να δούμε ως έντονα προβληματικό το χωριστικό καθεστώς που διακρίνει τον εχθρό από το φίλο[17]. To ζήτημα δεν είναι η αντίθεση φίλου-εχθρού (θεμέλιο της παρανοϊκής θεμελίωσης τόσο της θέσμισης όσο και του κοινωνικού δεσμού η οποία, κατά τον Bion, κυριαρχείται από το βασικό θέμα της επίθεσης και της φυγής), αλλά το πώς στον φίλο ενοικεί ο εχθρός και το αντίστροφο. Το πρόβλημα, με άλλους όρους, δεν είναι η διάκρισή τους αλλά η απαραμείωτη ανάμιξή τους. Η φροϋδική θεωρία της αμφιθυμίας επιβάλλει πράγματι αυτή την προβληματική διάβαση την οποία η παρανοϊκή άμυνα θα ήθελε να αποφύγει: το ξένο σώμα είναι το δικό μας σώμα[18]. Στην ουσία, μάλιστα, το παρανοϊκό μίσος είναι μία πολιτική αντιμετώπιση της αμφιθυμίας, η οποία επιδιώκει την χειρουργική εξάλειψή της. Για το λόγο αυτό, ο εχθρός πρέπει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά του απολύτως διαφορετικού, του αλλοδαπού, του ξένου. Τα χαρακτηριστικά αυτά δίνουν στρατηγική έμφαση στη διαφορετικότητά του, αλλά η έμφαση αυτή μεταμφιέζει την ομοιότητα του αλλοδαπού. Αυτό στο οποίο τείνει το πολιτικό ύφος της παράνοιας είναι να ξεχωρίσει ριζικά το Ίδιο από το Άλλο μετατρέποντας το Άλλο* σε τόπο μιας δυσοίωνης απόλαυσης από την οποία το Ίδιο καλείται να προστατευθεί. Έτσι, το Ίδιο αμύνεται κάνοντας αδιαπέραστο το σύνορό του, ενώ η αμφιθυμία δείχνει αντίθετα ότι τα σύνορα (μεταξύ φίλου και εχθρού) είναι αναγκαίως διαπλεκόμενα. Στην παράνοια λοιπόν δεν υπάρχει αμφιθυμία, αλλά επίλυση της αμφιθυμίας μέσω μονόπλευρης άρνησης. Η παρανοϊκή υπεράσπιση της ταυτότητας αποβλέπει να καταστήσει ανέφικτη κάθε ανάμιξη με την ετερότητα. Το σύνορο δεν είναι πορώδες αλλά πυκνώνει κατά τρόπο στείρο. Στερημένη όμως από τη διέλευσή της προς τον Άλλο, η ισχύς της ταυτότητας να αμυνθεί κενώνεται ανεπανόρθωτα. Η παρανοϊκή άμυνα αρρωσταίνει λόγω υπερβολής του ταυτόσημου. Κάθε συμβολική κίνηση οικειοποίησης του εχθρικού αντικειμένου ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής του Ίδιου αφήνει χώρο για τη φαντασιακή πυροδότηση της αμυντικής καταδίωξης απέναντι στην υποτιθέμενη διωκτική ισχύ του Άλλου. Η απόλυτη εχθρότητα που εμψυχώνει το παρανοϊκό μίσος δεν αντιμετωπίζει κατά τον δέοντα τρόπο το παράδοξο που την γεννά, δηλαδή την αναγνώριση του εχθρικού αντικειμένου ως εξωτερική εκδήλωση της εσωτερικής αμφιθυμίας που το υποκείμενο δεν θέλει να αναλάβει ως δική του. Η αμφιθυμία η οποία, κατά τον Φρόιντ, σημαδεύει τη σχέση με το αντικείμενο, στην παράνοια δεν βιώνεται αλλά αντιμετωπίζεται με άρνηση, μέσω ενός σαφούς διχασμού. Στην παράνοια τα αντίθετα είναι άκαμπτα. Το καθεστώς νοήματος είναι αυστηρά χωριστικό. Ο Άλλος είναι ο τόπος ενός διαρκούς κατηγορητηρίου, είναι ο τόπος του Κακού και της καταδίωξης. Αυτό συνιστά τον πυρήνα της δεύτερης μεγάλης θέσης του Λακάν για την παράνοια: ο τόπος του Άλλου ταυτίζεται με την απόλαυση. Πρόκειται για μια ριζική υποβάθμιση του τόπου του Άλλου από το συμβολικό στο πραγματικό επίπεδο.

Η παράνοια επομένως σκιαγραφείται ως μία άτεγκτη αντιμετώπιση της αμφιθυμίας. Το χωριστικό καθεστώς της την οδηγεί σε μια μοιραίως φαντασιακή ερμηνεία της συμβολικής τάξης. Η διάκριση μεταξύ αγαθού και κακού, μεταξύ καλού και επιβλαβούς, μεταξύ φίλου και εχθρού, στερείται μεσολαβήσεων. Αυτό το ξαναβρίσκουμε στο στοχασμό του Bion σχετικά με το βασικό θέμα της επίθεσης και της φυγής: ο δεσμός της ομάδας που κυριαρχείται από αυτό το θέμα είναι ένας δεσμός που σκληρύνεται αμυντικά πάνω στην αντίθεση εσωτερικό-εξωτερικό, φίλος-εχθρός, οικείο-ξένο. Το αποτέλεσμα αυτής της σκλήρυνσης είναι ότι η δημιουργικότητα στερεύει, θυσία στην υπεράσπιση της απειλούμενης ταυτότητας (Bion 1971). Ενσκήπτει η απειλή του ξένου και η ομάδα, αντί να υποκειμενοποιήσει το ξένο ως το «δικό της» κακόν, το προβάλλει προς το εξωτερικό, προς το αντικείμενο που μισεί. Όσο πιο μονολιθική είναι η προβολή, τόσο πιο μονολιθική είναι η σχάση που διατηρεί την ομάδα σε απόσταση από το δικό της κακόν και που, κατά συνέπεια, σταματά την κίνηση δημιουργικής ανάπτυξης της ίδιας της ομάδας. Είμαστε εδώ ενώπιον ενός νόμου που ορίζει τη συμπληρωματική λειτουργία κάθε θεσμού και κάθε κοινωνικού δεσμού: πώς είναι δυνατό η απαραίτητη επιβεβαίωση μιας ιδιαιτερότητάς μας να μην εξελιχθεί αναγκαία προς μία παρανοϊκή υπεράσπισή της; Πώς είναι δυνατό, με άλλους όρους, να χαράξουμε το όριο της ταυτότητας χωρίς να εξωτερικεύουμε στον άλλο-εχθρό την αμφιθυμία, άρα τη συστατική διαίρεση της ταυτότητας; Το ανήκειν είναι ουσιώδες για να ορίσουμε μία ταυτότητα, αλλά, όπου αυτό τείνει να σκληρύνεται (παρανοϊκά), εκβάλλει αναπόφευκτα σε ένα κλείσιμο απέναντι στον Άλλο και, άρα, σε μία προοδευτική στείρωσή της. Κατ’ αυτή την έννοια, εάν το μίσος είναι εκδήλωση μιας παθολογικής εκδοχής της ταυτότητας η οποία αρνείται το αναπόφευκτο της αμφιθυμίας, αποδεικνύεται ως ένα πάθος προορισμένο να αναλώνεται θλιβερά στον εαυτό του. Αυτό το είχαν παρατηρήσει με οξύτητα οι πατέρες της εκκλησίας όταν ορίζανε το φθονερό μίσος ως μια θλίψη για το καλό ενός άλλου[19]. Η απόλαυση του μίσους είναι μια απόλαυση του χαλασμού και της καταστροφής. Δεν είναι απόλαυση συνδεδεμένη με την επιθυμία, αλλά απόλαυση χωρίς επιθυμία. Δεν έχει αντικείμενο επειδή, πέρα από την παράνοια, δεν ικανοποιείται με την καταστροφή του εχθρού καθόσον ο εχθρός της είναι η ίδια η ζωή, είναι η ζωή ως πλήγμα. Γι’ αυτό ο Λακάν, οικοιοποιούμενος το τελευταίο δίδαγμα της Μέλανι Κλάιν γύρω από το συστατικό χαρακτήρα του φθόνου, θα εξομοιώσει το πάθος του μίσους με το φθόνο προς τη ζωή ως τέτοια[20].

Υπάρχει λοιπόν άραγε μία μεταχείριση της φροϋδικής αμφιθυμίας που να μην είναι παρανοϊκή; Όταν ο Λακάν ορίζει την ψυχανάλυση ως μια εμπειρία υποκειμενοποίησης του οικείου κακού, δεν κινείται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση; (Lacan 1974, σ. 109). Δεν πρέπει τότε να αντιπαραθέσουμε καθαρά την πολιτική της ψυχανάλυσης προς την πολιτική της παράνοιας; Η ψυχανάλυση επιφέρει μία ηθική ανάληψη ευθύνης για την αμφιθυμία· εργάζεται προς την κατεύθυνση μιας δυνατής κατονομασίας της αμφιθυμίας· αντιθέτως, η παρανοϊκή άμυνα ακυρώνει την αμφιθυμία απορρίπτοντας στον μισητό εχθρό το φταίξιμο για την απώλεια και την ήττα της ζωής. Αυτό εξηγεί γιατί το πολιτικό ύφος της παράνοιας είναι αδύνατο να πει οτιδήποτε για την εμπειρία της αγάπης η οποία ως τέτοια του είναι μοιραίως απαγορευμένη. Την αλήθεια αυτή την επιβεβαιώνει ανεξάντλητα η κλινική πρακτική: στην παράνοια δεν είναι δυνατή η εμπειρία της αγάπης διότι υπάρχει μόνο η φαντασιακή αμφιταλάντευση μεταξύ καταδίωξης και ερωτομανούς εξιδανίκευσης, η οποία δεν είναι μια εμπειρία αγάπης αλλά η εμπειρία μιας παραληρηματικής βεβαιότητας που συνίσταται στο να αισθανόμαστε ότι το αντικείμενο μας αγαπά, άρα σε μία φαινομενική αντιστροφή της καθαρής παρανοϊκής θέσης. Αλλά σε κάθε περίπτωση η ερωτομανία δεν έχει καμία σχέση με την αγάπη, καθόσον η βεβαιότητα ότι ο Άλλος με αγαπά εξουσιοδοτεί τον ερωτομανή να καταδιώξει το αντικείμενο μέχρι το ακραίο όριο της προσβολής κατά της ίδιας της ζωής του. Όπως στην παράνοια, η πραγματική πηγή τής ερωτομανούς εξιδανίκευσης είναι το μίσος.

Η αγάπη αντίθετα αγγίζει μια δεύτερη εξωτερικότητα του πραγματικού Άλλου. Αγγίζει εκείνη την εξωτερικότητα του Άλλου που μένει ως κατάλοιπο σε σχέση με αυτό που ο Άλλος παροντοποιεί από τη δική μου εξωτερικότητα (το ενορμητικό μου Είναι) σε εμένα τον ίδιο. Η αγάπη δεν μπορεί να εξαντλείται στη διαλεκτική της αναγνώρισης της επιθυμίας, στο αίτημα του σημείου της αναγνώρισης, αλλά είναι αγάπη του πραγματικού του Άλλου πέρα απ’ το σημείο αναγνώρισης. Μόνο υποκειμενικοποιώντας τον δικό του θάνατο, δηλαδή το ριζικότερο δικό του κακόν, έχει το υποκείμενο τη δυνατότητα να προσεγγίσει το συμβάν της αγάπης. Το πραγματικό του Άλλου είναι το κατάλοιπό του που απομένει έκκεντρα από κάθε προβολή που τον εντάσσει φαντασιακά σε ένα ναρκισσιστικό πλαίσιο. Το πραγματικό του Άλλου είναι η ύπαρξή του ως εξωτερικότητα. Τότε –μπροστά σε αυτό το δεύτερο είδος εξωτερικότητας- είναι που, πέρα από την αγάπη, καθίσταται δυνατό και το αληθινό μίσος. Γι’ αυτό ο Λακάν μάς υπενθυμίζει πώς, συχνά, «η αληθινή αγάπη εκβάλλει στο μίσος» (Lacan 1983, σ. 147).


μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

[1] Η ψυχαναλυτική κλινική πρακτική δείχνει ότι η αρχή αυτή είναι τελείως ανεφάρμοστη στη φύση του ανθρώπινου όντος. Πράγματι, η αναζήτηση της ηδονής, για ένα ον που ενοικεί τη γλώσσα, δεν είναι ποτέ προσανατολισμένη από την ηδονιστική αναζήτηση του Αγαθού αλλά από αυτό που δικαίως ο Λακάν όρισε ως έναν «ριζικό υπερηδονισμό», δηλαδή μία ενεργή και επαναληπτική αναζήτηση εκείνου που είναι πέρα από την αρχή της ηδονής, άρα εκείνου που αποδιαρθρώνει τα καθησυχαστικά πλαίσια της ωφελιμιστικής αρχής της ηδονής.

[2] Η προσπάθεια του Λακάν σε αυτό το σημείο ήταν να καταστήσει ριζική τη διαφορά μεταξύ ενστίκτου (Instinkt) και ενόρμησης (Trieb) την οποία είχε ήδη εγκαθιδρύσει ο Φρόιντ, δείχνοντας πώς στην ενόρμηση υπάρχει κάπως λιγότερο ένστικτο και κάπως περισσότερη γλώσσα.

* Στο σημείο αυτό, στο πρωτότυπο η λέξη Altro είναι γραμμένη με κεφαλαίο Α. Προφανώς πρόκειται περί παραδρομής, αλλά κρίναμε σκόπιμο να την διατηρήσουμε στη μετάφραση.

[3] Ο Λακάν (1974, σ. 164-65) γράφει: «Είναι σκόπιμο να παρατηρήσουμε -ειρωνικά στο σημείο αυτό- ότι αν ένας άνθρωπος που πιστεύει πως είναι ο βασιλιάς είναι τρελός, ένας βασιλιάς που πιστεύει πως είναι ο βασιλιάς δεν είναι λιγότερο τρελός».

[4] Αν ο Φρόιντ είχε αναδείξει την πολύμορφα διαστροφική διάσταση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, ο Λακάν έφερε στο φως την παρανοϊκή συγκρότηση τού Εγώ. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς η ψυχοπαθολογία, αντί να εικονογραφεί υποτιθέμενα ελλείμματα της εξέλιξης, φωτίζει κάτι το ουσιώδες στην ανθρώπινη φύση.

[5] Από κλινική άποψη, ο Φρόιντ επιμένει να ταυτίζει αυτό το αναφομοίωτο με την ομοφυλοφιλία. Εμβληματική από αυτή την άποψη είναι η ανάγνωσή του για την περίπτωση του προέδρου Σρέμπερ (πρβλ. Φρόιντ 1910).

[6] Πρβλ. Lacan (1974, σ. 165). Καλό είναι να θυμίσουμε ότι, για τον Φρόιντ, η παράνοια είναι παλινδρόμηση στο ναρκισσιστικό στάδιο, ενώ η σχιζοφρένεια παλινδρομεί στον αυτοερωτισμό. Στην πρώτη περίπτωση αυτό που έχει την πρωτοκαθεδρία είναι η σχέση με την εικόνα, άρα με την φαντασιακή μας ταυτότητα, ενώ στη δεύτερη είναι η σωματική απόλαυση. Επομένως, στην παράνοια η λίμπιντο τρέφει άμετρα το Εγώ (η παράνοια έχει πάντοτε μια τάση μεγαλομανίας)· στη σχιζοφρένεια, αντιθέτως, υπάρχει διασπορά, κατακερματισμός του υποκειμένου διότι το ιδανικό σημαίνον της ταυτότητας (το ιδανικό τού Εγώ) δεν ασκεί την αναπαραστατική λειτουργία του.

* Στο πρωτότυπο η ελληνική λέξη με λατινικά στοιχεία.

[7] Στην παράνοια το υποκείμενο καταλήγει έτσι να βασανίζει τον Άλλο, κατηγορώντας τον ότι είναι υπεύθυνος για τα βάσανά του· η κλινική πρακτική μας δείχνει πράγματι πώς, αναπότρεπτα, το διωκόμενο υποκείμενο γίνεται με τη σειρά του διώκτης.

[8] Είναι αυτή η απολυτότητα που οδηγεί τον Λακάν να εξομοιώσει την παράνοια με την επιστήμη, όταν αποδίδει ακριβώς στην επιστήμη τον παρανοϊκό μηχανισμό τού Unglauben. Και η επιστήμη, μολονότι χαρακτηρίζεται από μια θέληση για γνώση, ωστόσο, όπως και το πολιτικό ύφος της παράνοιας, δεν θέλει να ξέρει τίποτε για το Πράγμα της απόλαυσης το οποίο, ως τέτοιο, είναι μια καθαρή περίσσεια χωρίς νόημα. Το παρανοϊκό ύφος της επιστήμης συνίσταται δηλαδή στο να θεωρεί ότι όλα συνιστούν σημεία, ότι το νόημα είναι παντού, ότι η γνώση συμπίπτει με το πραγματικό.

[9] Από αυτή την οπτική, η πολιτική στρατηγική της παράνοιας συναντά την παράδοξη λειτουργία που ο Roberto Esposito (2002) ανέλυσε με βάση το ανοσολογικό παράδειγμα, στο οποίο η προστασία της ζωής εκπίπτει στο αντίθετό της μέσα από μία υπερβολική ενεργητικότητα [attivismo].

[10] Θα επανέλθουμε σύντομα σε αυτή την έκφραση (πάθος του Είναι) με την οποία ο Λακάν ορίζει το μίσος.

[11] Ο παρανοϊκός ναρκισσισμός αποκαλύπτει την θανατηφόρα ισχύ του σε αυτή την έκκληση προς έναν απόλυτο μεγάλο Άλλο, εγγυητή μιας εξίσου απόλυτης αλήθειας και δικαιοσύνης. Στον Ρουσώ, αυτή η απαίτηση οδηγεί σε μια εκδοχή του Άλλου του Νόμου ταυτισμένη με εκείνη της γενικής βούλησης, η οποία είναι καθολική, μη αναγώγιμη στα πεπρωμένα του καθ’ έκαστον. Για το θέμα αυτό βλ. την εξαιρετική μελέτη του Soler (1989).

[12] Πρβλ. Freud, Jung (1990, σ. 41). Αυτή τη διατύπωση του Φρόιντ απηχεί εμφανώς ο λακανικός ορισμός του πένθους ως «ανάποδο της διάκλεισης» (Lacan 1987, σ. 97). Διότι αν, στο πένθος, η απώλεια είναι πραγματική και η αντιμετώπισή της μπορεί να είναι συμβολική, στη διάκλειση η απώλεια αφορά την ίδια την τάξη του συμβολικού, εφόσον ελλείπει το σημαίνον εκείνο που εγγυάται την ισχύ της (το Όνομα του Πατέρα) και το αντικείμενο, αντί να χάνεται, επιστρέφει απευθείας στο πραγματικό με καταστροφικά αποτελέσματα.

[13] Αυτή είναι η παραδειγματική αξία που ο νεαρός Lacan (1980) αποδίδει στο «πέρασμα στην πράξη» της Aimée.

[14] Στη θεωρία του Φορνάρι περί του πολέμου ως απλώς παρανοϊκής αντιμετώπισης του πένθους, είναι δυνατό να αντιπαραθέσουμε τη θεωρία περί πολέμου που αναπτύσσει ο Σμιτ στη Θεωρία του αντάρτη. Πραγματικά, εάν ο Φορνάρι επιμένει να θέτει τον πόλεμο ως μια παρανοϊκή εναλλακτική λύση προς το πένθος, άρα ως την άρνηση κάθε συμβολικής επεξεργασίας της πραγματικής απώλειας την οποία συνεπάγεται το πένθος, ο Σμιτ αντίθετα θέτει την πολεμική σύγκρουση φίλου-εχθρού ως ουσία της συμβολικής διάστασης του πολιτικού. Η προσπάθεια του Σμιτ δηλαδή είναι να επανεισάγει τη διάσταση του πολέμου στο πεδίο του δικαίου. Με αυτό τον τρόπο, δείχνει να θέλει να εξατμίσει την ενοχλητική πραγματικότητα του πολέμου στη συμβολική διάσταση της σύγκρουσης η οποία κηρύσσεται και διεξάγεται ανάμεσα σε τακτικούς στρατούς. Ο Σμιτ έτσι φαίνεται να πιστεύει ότι αυτή η διοχέτευση της σύγκρουσης στη σχέση φίλου-εχθρού ορίζει την ουσία του πολιτικού. Από αυτή την άποψη, η ιστορική φιγούρα του αντάρτη θα αποτελούσε απλώς μια παραπλανητική υπερβολή. Η αταξία του θα αποκαλυπτόταν απλώς τυπική, διότι ο στόχος του αντάρτη δεν είναι στην πραγματικότητα διαφορετικός από εκείνον του τακτικού στρατού: το ζητούμενο είναι η υπεράσπιση των συνόρων του, της εθνικής του ταυτότητας, από τον ξένο εισβολέα. Παρόλα αυτά, σε αυτή τη συμβολική τυποποίηση της σύγκρουσης, ο άτακτος εχθρός προσλαμβάνει μία περιωπή η οποία τον ταυτοποιεί ως τακτικό μαχητή. Η λογική όμως του αντάρτη υποτίθεται ότι διολισθαίνει προς μια ακυβέρνητη υπερβολή με τον Λένιν και τον Μάο, οι οποίοι αποδεσμεύουν το μίσος από τη συμβολική τάξη της υπεράσπισης της πατρίδας για να το καθολικεύσουν στην έννοια της πάλης των τάξεων. Σε αυτή την περίπτωση, αποδεσμευμένο από την εντοπισμένη διάσταση των συνόρων, το μίσος χάνει τον χαρακτήρα του πάθους, γίνεται απόλυτο, απαθές, αδιάφορο για την χθόνια απαίτηση της υπεράσπισης του συνόρου. Κατ’ αυτή την έννοια, ο Λένιν και ο Μάο θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με την καθολική επιταγή προς απόλαυση που πρεσβεύει ο ντε Σαντ. Ο Λένιν, ως επαγγελματίας επαναστάτης, θα ήταν ο εκπρόσωπος ενός μίσους απαθούς, απο-ψυχολογικοποιημένου, μιας καθαρής αντιπαλότητας, ο προαγωγός μιας απόλυτης εχθρότητας. Χωρίς να εξετάζουμε την αξία της ιστορικο-πολιτικής κρίσης μιας τέτοιας ανασύστασης, μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως η σμιτιανή θεωρία της απόλυτης εχθρότητας δεν είναι τόσο απομακρυσμένη από τη λογική του παρανοϊκού μίσους. Ή, αμεσότερα, μήπως αυτή η θεωρία του αντάρτη είναι μια θεωρία της παράνοιας· με άλλα λόγια, μήπως η απόλυτη εχθρότητα που εισάγει ο αντάρτης στην πιο ριζική εκδοχή του αντανακλά το πολιτικό ύφος της παρανοϊκής επιθετικότητας. Η απόλυτη εχθρότητα θα ήταν δυνατό να παραχθεί μόνο αν η λειτουργία του αντάρτη αποσπασθεί από την υπεράσπιση των εθνικών συνόρων, άρα από τη χθόνια λειτουργία του. Αλλά η υπεράσπιση αυτή των ορίων της ταυτότητας, την οποία υμνεί ο Σμιτ ως ουσία του πολιτικού, αποκαλύπτει στην πραγματικότητα την πιεστική διάκριση μεταξύ εχθρού και φίλου. Η μεθόριος είναι καθαυτό ένας αυστηρός ορισμός που του επιτρέπει να εντοπίσει τον εχθρό ως αλλοδαπό. Εδώ χάνεται το ζήτημα που εγείρει ο Φορνάρι σχετικά με την παρανοϊκή λειτουργία της εχθρότητας ως ελλειμματικής εργασίας του πένθους. Υπό το φως της ψυχανάλυσης, ο εχθρός είναι πάνω απ’ όλα ένα όνομα του υποκειμένου, άρα ένας ξένος εντελώς εσωτερικός στο υποκείμενο. Δεν είναι τυχαίο που το «κράτος εν κράτει» ή το «εσωτερικό ξένο έδαφος» αποτελούν δύο από τους πιο εμπνευσμένους φροϋδικούς ορισμούς του ασυνειδήτου. Σε αυτή την προοπτική, η ηθική της ψυχανάλυσης επιβάλλει να δούμε το ζήτημα του εχθρού ως ένα ζήτημα όχι τόσο εξωτερικού καθορισμού, άρα ορίων, αλλά αμφιθυμίας: δηλαδή ο εχθρός τελεί σε μία σχέση διαρκούς αμφιθυμίας με τον φίλο (πρβλ. Schmitt 2005).

[15] «Σε αγαπώ, αλλά αφού ανεξήγητα αγαπώ σε σένα κάτι περισσότερο από σένα –το αντικείμενο (α)- σε ακρωτηριάζω» (Lacan 1976, σ. 272).

[16] Αυτή είναι η λακανική οικειοποίηση της περίφημης θέσης του Παύλου κατά την οποία ο Νόμος εγκαθιδρύει την αμαρτία, αλλά και η ανάγνωσή του για το Φόβος και Τρόμος του Κίρκεγκωρ και την ερμηνεία που απαντά εκεί για τον βιβλικό μύθο του προπατορικού αμαρτήματος. Οι αναφορές αυτές βρίσκονται αντίστοιχα στο Lacan (1994) και Lacan (2005).

[17] Η χρήση του όρου «χωριστικό καθεστώς» αποτελεί αναφορά στη θεωρία των τριών καθεστώτων που διατύπωσε ο Giovanni Bottiroli (1992· 2002).

[18] Μία εξαιρετική μαρτυρία αυτής της θέσης απαντά στον J.L. Nancy (2000). Για έναν λεπτομερή σχολιασμό της, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στο Recalcati (2005).

* Επισημαίνεται ότι στα ιταλικά (όπως εξάλλου και στα γαλλικά) δεν υπάρχει ουδέτερο γένος, οπότε η έκφραση l'Altro μπορεί να αποδοθεί εξίσου ως «ο Άλλος» και «το Άλλο» ανάλογα με την περίπτωση.

[19] Πρβλ. Tommaso d’Aquino, Il Male, σ. 883.

[20] Πρβλ. Klein (1969)· Lacan (1994). Η έκφραση «φθόνος προς τη ζωή» απαντά στο Lacan (1994, σ. 301). Αλλά μήπως η ίδια η φροϋδική έννοια της αμφιθυμίας δεν μας οδηγεί προς αυτή την ακραία ζώνη του φθόνου προς τη ζωή; Η αμφιθυμία δεν είναι μήπως κατά βάθος αμφιθυμία απέναντι στην ίδια τη ζωή; Δεν είναι αυτή μια θέση του Φρόιντ; Ο Έρως και ο Θάνατος, στον δομικό τους συνδυασμό, μήπως δεν είναι τα φροϋδικά ονόματα για τον φίλο-εχθρό ως έναν μόνο κόμβο, ως τον κόμβο της ζωής ενάντια στον εαυτό της;
Read more!