WHEN YOU INVITE PEOPLE TO "RAVE", YOU ARE INVITING

Revolution - Революция - Rivoluzione - Revolución - Επανάσταση - Révolution -革命

23.11.09

7 παραινέσεις προς την Αριστερά

1 comments

Συμπεράσματα από την παρουσίαση της Εγκυκλοπαίδειας "Οι Δεινόσαυροι της Ιουράσιας Περιόδου" του ΠΣ


1. Η αριστερά πρέπει να είναι αριστερά γιατί εάν δεν είναι αριστερά είναι ή δεξιά ή κέντρο.

2. Εφόσον είναι αριστερά τότε πρέπει να έχει και αριστερά μέλη. Τα δεξιά μέλη επειδή δεν θα χρησιμοποιούνται, κάποια στιγμή θα ατροφήσουν.

3. Προχώρα στο 4

4. Αφού έφτασες στο 4, θα πρέπει να μάθεις πως δεν έπρεπε να παρακάμψεις το 3. Η αριστερά δεν πρέπει να είναι ευκολόπιστη.

5. Αφού πήρες το μάθημα σου τώρα προχώρα στο 6. Η αριστερά πάντα πρέπει να παίρνει μαθήματα.

6. Άντε σε περιμένω! Που είσαι; Γιατί δεν έρχεσαι στο 6; Θα πρέπει να ξέρεις πως ως αριστερά θα πρέπει να τολμάς, να μην έχεις δισταγμούς αλλά ακόμα και να κάνεις λάθη, εάν χρειαστεί.

7. Αφού αισίως έφτασες στο 7, τώρα επέστρεψε στο 1 ξανά. Η πορεία της αριστεράς είναι πάντα μια σισύφεια πορεία.


... Συνέχεια... Read more!

5.11.09

FIRST AS TRAGEDY, THEN AS FARCE

0 comments

In the good old days of Really Existing Socialism, a joke popular among dissidents was used to illustrate the futility of their protests.
In the fifteenth century, when Russia was occupied by Mongols, a peasant and his wife were walking aIong a dusty country road; a Mongol warrior on a horse stopped at their side and told the peasant he would now proceed to rape his wife; he then added: "But since there is a lot of dust on the ground, you must hold my testicles while I rape your wife, so that they wil not get dirty!" Once the Mongol had done the deed and ridden away, the peasant started laughing and jumping with joy. His surprised wife asked: "How can you be jumping with joy when I was just brutally raped in your presence?" The farmer answered: "But I got him! His bals are covered with dust!"
This sad joke reveals the predicament of the dissidents: they thought they were dealing serious blows to the party nomenklatura, but al they were doing was slightly soiling the nomenklatura's testicles, while the ruling elite carried on raping the people.


Από το πρόσφατα εκδοθέν καταπληκτικό "FIRST AS TRAGEDY, THEN AS FARCE" του SLAVOJ ZΙZEK
http://www.mediafire.com/?nu2imayozz2



Φυσικά η θέση του ΖΙΖΕΚ (Μοναδικού θεωρητικού της Αριστεράς που προέρχεται από τις χώρες του υπαρκτού) είναι από την πλευρά του κομμουνισμού.

Και συνεχίζει…
Is today's critical Left not in a similar position? (Among the contemporary names for ever-so-slightly smearing those in power, we could list "deconstruction;' or the "protection of individual freedoms:') In a famous confrontation at the university of Salamanca in 1936, Miguel de Unamuno quipped at the Francoists: "Vencereis, pero no convencereis" ("You wil win, but you wil not convince")-is this all that today's Left can say to triumphant global capitalism? Is the Left predestined to continue to play the role of those who, on the contrary, convince but nevertheless stil lose (and are especially convincing in retroactively explaining the reasons for their own failure)? Our task is to discover how to go a step further. Our Thesis 11 should be: in our societies, critical Leftists have hitherto only succeeded in soiling those in power, whereas the real point is to castrate them ...

Read more!

10.10.09

3η Οκτωβρίου 2009, 30 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Πουλαντζά

0 comments


Απόσπασμα από το έργο του Ν. Πουλαντζά «Το Κράτος, η Εξουσία, ο σοσιαλισμός» (εκδόσεις «Θεμέλιο»)

"Είναι γνωστό ότι οι θεωρητικοί του μαρξισμού δεν διατύπωσαν μια γενική θεωρία του κράτους όχι γιατί δεν μπορούσαν ή για κάποιους άλλους λόγους δεν ήξεραν να τη συστηματοποιήσουν, αλλά γιατί γενική θεωρία του κράτους δεν είναι δυνατό να υπάρξει. Το πρόβλημα είναι φοβερά επίκαιρο: το βλέπουμε στη συζήτηση που γίνεται στις μέρες μας στους κόλπους της ιταλικής Αριστεράς. Ο Ν. Μπόμπιο σε δύο εντυπωσιακά άρθρα του τόνισε τελευταία και για μια ακόμα φορά, πως ο μαρξισμός δεν διαθέτει μια γενική θεωρία για το κράτος. Άλλοι Ιταλοί μαρξιστές θεώρησαν εαυτούς υποχρεωμένους ν’ απαντήσουν πως υπάρχει θεωρία του κράτους ‘εν σπέρματι’, στους κλασικούς του μαρξισμού και πως εμείς χρειάζεται να την αναπτύξουμε, μ’ άλλα λόγια δηλ. ήθελαν να πουν πως είναι δυνατό να υπάρξει τέτοια θεωρία. Όμως αν και ο Μπόμπιο χρησιμοποιεί λάθος επιχειρήματα, το γεγονός παραμένει ίδιο: δεν υπάρχει γενική θεωρία του κράτους στο μαρξισμό, γιατί τέτοια θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει. Πρέπει να τονίσουμε με ιδιαίτερη επιμονή αυτό το συγκεκριμένο σημείο εναντίον όλων των καλής ή κακής πίστης επικριτών του μαρξισμού, που του καταλογίζουν κενό στην επεξεργασία μιας γενικής θεωρίας της πολιτικής και της εξουσίας. Και πρέπει να πούμε πως, αντίθετα, το γεγονός αυτό είναι προς τιμήν του μαρξισμού, το ότι δηλαδή και στην περίπτωση αυτή όπως και σε άλλες απορρίπτει τις μεγάλες μεταφυσικές αιωρήσεις της λεγόμενης πολιτικής φιλοσοφίας, όπως και τις υπερφίαλες, τις γενικές και τις αφηρημένες θεωρητικοποιήσεις που αποκαλύπτουν τάχα τα μεγάλα μυστικά της Ιστορίας, της Πολιτικής, του Κράτους και της Εξουσίας".
Τα πραγματικά προβλήματα είναι αρκούντως σοβαρά και περίπλοκα, για να έχουν την πολυτέλεια να εμπιστευτούν την τύχη της επίλυσής τους σε υπεραπλουστευτικές και στομφώδεις γενικεύσεις που ουδέποτε κατάφεραν να εξηγήσουν το παραμικρό. ...
Συνέχεια... Όχι πώς δεν υπάρχουν κενά στις μαρξιστικές αναλύσεις για το κράτος και την εξουσία, μόνο που τα κενά αυτά δεν βρίσκονται εκεί που τα γυρεύουμε. Αυτό που ακριβοπλήρωσαν οι λαϊκές μάζες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, δεν είναι η έλλειψη μιας μαρξιστικής γενικής θεωρία του Κράτους και της Εξουσίας, είναι αντίθετα ο εσχατολογικός και προφητικός δογματισμός, που για πάρα πολύ χρόνο μας τάιζε ένα παρόμοιο θεωρητικό σύστημα με τη μορφή της «μαρξιστικής-λενινιστικής» θεωρίας του Κράτους.
Ο μαρξισμός έχει πράγματι σημαντικά κενά στους τομείς, όμως, εκείνους που η θεωρητικοποίηση είναι δυνατή και επιβάλλεται. Στο βιβλίο μου «Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις» και σε άλλα κείμενα που έγραψα αργότερα, έδειξα πως τα κενά αυτά, που προσπάθησα να αναλύσω την αιτία τους, αφορούν ταυτόχρονα τις γενικές θεωρητικές προτάσεις του μαρξισμού και τη θεωρία του καπιταλιστικού κράτους. Μια από τις συνέπειες που απορρέουν σήμερα είναι και η ανυπαρξία μιας ικανοποιητικά προχωρημένης ανάλυσης των καθεστώτων και της μορφής του Κράτους, στις Ανατολικές χώρες.
Στο μέτρο που δεν μπορεί να υπάρξει μια γενική θεωρία του Κράτους, η οποία θα διατύπωνε τους γενικούς νόμους και τους μετασχηματισμούς του αντικειμένου της μέσα στους διαφορετικούς τρόπους παραγωγής, δεν μπορεί φυσικά να υπάρχει ανάλογη θεωρία για τη μετάβαση από το ένα Κράτος στο άλλο συγκεκριμένα δηλαδή για τη μετάβαση από το καπιταλιστικό κράτος στο σοσιαλιστικό κράτος. Μια θεωρία του καπιταλιστικού Κράτους μπορεί να μας υποδείξει σημαντικά στοιχεία για την μετάβασή του στο σοσιαλισμό.
Τα στοιχεία όμως αυτά δεν μπορούν να είναι τίποτ’ άλλο από θεωρητικό-στρατηγικές έννοιες πρακτικού επιπέδου, που μπορούν φυσικά να αποτελέσουν κάποιον οδηγό δράσης αλλά απλά και μόνο από μέτρο των ενδεικτικών πινακίδων.
Δεν υπάρχει και δεν είναι δυνατόν να υπάρχει «μοντέλο» για το μεταβατικό κράτος προς τον σοσιαλισμό, ούτε και ένα παγκόσμιο μοντέλο εξειδεικεύσιμο ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, μια αλάθητη και θεωρητικά εξασφαλισμένη συνταγή για την μετάβαση του Κράτους προς τον σοσιαλισμό, ούτε καν για την περίπτωση μιας συγκεκριμένης χώρας. Γι’ αυτό οι αναλύσεις που κάνω εδώ σχετικά με το κράτος στη μετάβαση στον σοσιαλισμό στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης δεν έχουν καθόλου αυτή την πρόθεση. Οφείλει κανείς να ξεκαθαρίσει τη θέση του μια για πάντα. Ξέρουμε σήμερα πως δεν μπορούμε ν’ απαιτήσουμε από μια θεωρία όσο και επιστημονική να είναι, συμπεριλαμβανομένου ακόμα και του μαρξισμού ο οποίος είναι πάντα μια πραγματική θεωρία της πράξης, να δώσει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να δώσει. Υπάρχει πάντα μια δομική απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, ανάμεσα στη θεωρία και την πραγματικότητα.
Δυο οι αποστάσεις που είναι μια και η ίδια. Όσο «υπεύθυνοι» μπορεί να είναι οι φιλόσοφοι του διαφωτισμού για τους ολοκληρωτισμούς που γεννήθηκαν στη Δύση, άλλο τόσο «υπεύθυνος» μπορεί να θεωρηθεί και ο μαρξισμός γι’ αυτά που συμβαίνουν στην Ανατολή. Δεν ευθύνεται ο μαρξισμός, και με την πιο τρέχουσα έννοια, επειδή δηλαδή στην Ανατολή έχουμε μια εκτροπή του μαρξισμού, ο καθαρός μαρξισμός απαλλάσσεται. Γιατί ακριβώς υπάρχει η διάσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πραγματικότητα, πράγμα που ισχύει για όλες τις θεωρίες επομένως και για τον ίδιο τον μαρξισμό. Η έννοια της καθαρής θεωρίας επικαλύπτει τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική. Το να προσπαθούμε να την υποτιμήσουμε είναι σαν να καταλογίζουμε τα πάντα στη θεωρία ή στο όνομα της θεωρίας να δικαιολογούσαμε τα πάντα.
Γιατί απόσταση δεν σημαίνει αγεφύρωτη διάσταση, αντίθετα: την αέναα ανοιχτή αυτή απόσταση σπεύδουν πολλοί έτοιμοι να την επιχωματώσουν. Σήμερα ξέρουμε και το άλλο: πως δεν υπάρχει θεωρία, όποια και να ‘ναι αυτή, όσο απελευθερωτική και να είναι, που να μπορεί μόνο με «την καθαρότητα του λόγου» της να αποκλείσει τους μπετατζήδες των αποστάσεων ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική, τους εφαρμοστές κειμένων και αυτούς που περιορίζουν την πραγματικότητα στα μέτρα τους, να προσφεύγουν ακριβώς σ’ αυτή τη θεωρία και μάλιστα στην καθαρότητά τους.
Το λάθος όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι του Μαρξ, όπως δεν ήταν και του Πλάτωνα, του Ιησού, του Ρουσσώ ή του Βολτέρου. Και η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη παραμένει ανοιχτή παρ’ όλες τις επιχωματώσεις. Ο Στάλιν δεν αποτελεί λάθος του Μαρξ, όπως και ο Βοναπάρτης (ο πρώτος) δεν είναι λάθος του Σορέλ, παρ’ όλο που οι σκέψεις τους χρησιμοποιήθηκαν συχνά για να καλύψουν ολοκληρωτισμούς και μάλιστα στο όνομα ακριβώς της καθαρότητάς τους.

Λίγα βιογραφικά στοιχεία
Ο Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 1936. Το 1953 τελείωσε τη Μέση Εκπαίδευση και κατόπιν γράφτηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Έλαβε μέρος στις νεολαιίστικες κινητοποιήσεις της εποχής για το κυπριακό και την παιδεία μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ. Σπούδασε επίσης κοινωνιολογία στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Παρισιού. Στο Παρίσι, όπου έζησε το περισσότερο μέρος της ζωής του, έγινε μέλος του ΚΚΕ. Μεταξύ 1961 και 1964 δίδαξε φιλοσοφία του δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Αργότερα δίδαξε κοινωνιολογία στο 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Βενσέν) και διετέλεσε διευθυντής σπουδών στην Εκόλ Πρατίκ. Το 1968 με τη διάσπαση του ΚΚΕ εντάχθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού και πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Παντρεύτηκε με τη διάσημη φεμινίστρια συγγραφέα Αννί Λεκλέρ (πέθανε στις 18 Οκτωβρίου 2006) και απέκτησαν μία κόρη. Πέθανε στην 3η Οκτωβρίου 1979 έχοντας πέσει από τον 20ό όροφο της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε στο Παρίσι. Λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του ο Νίκος Πουλαντζάς είχε δώσει μια σημαντική διάλεξη με θέμα «Το Δίκαιο και το Καπιταλιστικό Κράτος» στην εναρκτήρια ολομέλεια της Βρετανικής Κοινωνιολογικής Ένωσης..
Read more!

22.9.09

Η καθολική μέθοδος διδασκαλίας

3 comments

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΩΤΑΚΙ ΠΟΥ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ

Το εκπαιδευτικό πείραμα του Γάλλου φιλοσόφου Ζοζέφ Ζακοτό και η πνευματική χειραφέτηση των μαθητών


Ζακ Ρανσιέρ, Ο αδαής δάσκαλος· πέντε μαθήματα πνευματικής χειραφέτησης

μτφρ. Δάφνη Μπουνάνου

«Δάσκαλος είναι αυτός που κρατάει
τον ερευνητή στο δρόμο του, σε ένα δρόμο που τον ερευνά συνεχώς μόνος του»


Επί δεκαετίες, τα εκπαιδευτικά ζητήματα και ο προβληματισμός για το νόημα και το περιεχόμενο της παιδείας παράγουν μερικά από τα πιο προκλητικά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Τα ερωτήματα που αφορούν την παιδεία και την εκπαίδευση εξακολουθούν να παραμένουν ανοιχτά, προς συζήτηση και επίλυση· δυστυχώς, καμία απάντηση δεν έχει αποδειχθεί αρκετά ικανοποιητική. Ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ υποστηρίζει στο βιβλίο του «Ο αδαής δάσκαλος» ότι καμία μεταρρύθμιση, «κανένα κόμμα, καμία κυβέρνηση, κανένας στρατός, κανένα σχολείο και κανένας θεσμός» δεν πρόκειται να λύσει το εκπαιδευτικό πρόβλημα: Είναι αδύνατο, εξηγεί, να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος μεταξύ άγνοιας και επιστήμης, παιδαγωγικής πρακτικής και διδακτικής μεθόδου, αν όλες οι λύσεις προέρχονται μέσα από αυτόν τον ίδιο κύκλο.

Το βιβλίο ξεκινά με την παρουσίαση και την ανάλυση του έργου του Ζοζέφ Ζακοτό, ενός Γάλλου διανοούμενου που λόγω των πολιτικών του επιλογών και των γεγονότων της εποχής βρέθηκε, το 1818, εξόριστος στη Λουβέν. Σ’ αυτή την ολλανδική πόλη τού προσέφεραν τη θέση του καθηγητή γαλλικών και έτσι, ο Ζακοτό έπρεπε να διδάξει ανθρώπους που δεν ήξεραν καθόλου τη δική του γλώσσα και των οποίων τη γλώσσα αγνοούσε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αποφάσισε να κάνει ένα πείραμα και ζήτησε από τους μαθητές του, με τη βοήθεια ενός διερμηνέα, να προσπαθήσουν να διαβάσουν μια δίγλωσση έκδοση του Τηλέμαχου. Μετά από λίγο καιρό, οι μαθητές ήταν σε θέση, μέσω της παρατήρησης, της σύγκρισης, του συνδυασμού, της σκέψης, της πράξης, της μίμησης, της επανάληψης, της προσωπικής προσπάθειας, του σχολιασμού και του ελέγχου, όχι μόνο να μιλούν γαλλικά αλλά και να εκφράζουν γραπτώς τις απόψεις τους πάνω σε δύσκολα θεωρητικά θέματα. Ετσι, ο Ζακοτό, ο πρώτος αδαής δάσκαλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μαθητής δεν χρειάζεται απαραίτητα έναν δάσκαλο–κάτοχο της γνώσης να τον καθοδηγεί και να του εξηγεί βήμα βήμα, μεθοδικά, αυτά που γνωρίζει. Ο Ζοζέφ Ζακοτό απέδειξε πως ακόμα κι ένας αγράμματος μπορεί, αν θέλει, να διδάξει γράμματα χρησιμοποιώντας τη μέθοδό του, η οποία ονομάστηκε καθολική μέθοδος.

Προϋπόθεση η ισότητα

Το ζητούμενο της καθολικής μεθόδου και η προϋπόθεσή της είναι η ισότητα, ενώ το αποτέλεσμά της είναι η πνευματική χειραφέτηση. Οι αρχές στις οποίες στηρίζεται είναι τρεις: Ολοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, κάθε άνθρωπος μπορεί να διδάξει τον εαυτό του και τα πάντα υπάρχουν στα πάντα. Ο συνδυασμός της επιθυμίας για γνώση και της προσοχής είναι αυτό που ονομάζουμε νοημοσύνη και κατά συνέπεια δεν υπάρχει περισσότερη ή λιγότερη ευφυΐα, αλλά διαφορά στην ένταση της επιθυμίας για μάθηση: «Ο άνθρωπος είναι μια επιθυμία που υπηρετείται από μία νοημοσύνη», γράφει ο Ρανσιέρ.

Ο Ζακοτό απέδειξε πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και πως έχουν τις ίδιες ικανότητες, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ή να αποδείξει με την ίδια ευκολία, ότι υπάρχει κάποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θεμελιώθηκε στην ισότητα. Η ανισότητα, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, είναι ένα «αρχέγονο πάθος (…) είναι ο φόβος της ισότητας, η τεμπελιά μπροστά σε ένα αέναο έργο που εκείνη (η ισότητα) απαιτεί, ο φόβος μπροστά σε αυτό που το έλλογο ον οφείλει στον εαυτό του». Ετσι, στη βάση αυτού του κοινωνικού παραλογισμού της ανισότητας, που τόσο εύκολα έχουμε αποδεχτεί, ακμάζουν οι ιεραρχίες, οι κυρίαρχοι και οι υποτελείς, ευημερούν πολίτες άνισοι που ανταγωνίζονται, ανθούν πολιτικοί μύθοι βασισμένοι στην ανισότητα, όπως αυτός του κυρίαρχου λαού ή αυτός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων…

Λογικός παραλογισμός

Μόνο με τη βοήθεια της πνευματικής χειραφέτησης μπορούν οι άνθρωποι να μάθουν «να παραλογίζονται όσο το δυνατόν πιο λογικά». Αρα, η καθολική μέθοδος που οδηγεί στη χειραφέτηση αναφέρεται στο κάθε άτομο χωριστά, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζικά ούτε μπορεί να εφαρμοστεί στην κοινωνία. «Η εκπαίδευση», γράφει ο Ρανσιέρ, «μοιάζει με την ελευθερία: Δεν χαρίζεται, κατακτάται». Ο καθένας μπορεί να είναι δάσκαλος ή μαθητής και με την εφαρμογή της καθολικής μεθόδου, ο δάσκαλος μπορεί να διδάξει ακόμα κι αυτά που αγνοεί. Μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερε ο Ζοζέφ Ζακοτό να διδάξει ζωγραφική και μουσική ενώ κάθε εισήγησή του ξεκίναγε με τη φράση «δεν έχω τίποτα να σας διδάξω, γιατί δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό το θέμα».

Αυτό είναι το περίγραμμα αυτού του βιβλίου, ενώ μια προσεκτική ανάγνωση αναδεικνύει τον διπλό του χαρακτήρα. Απ’ τη μια, μπορεί να διαβαστεί ως η πρωτοποριακή και ανατρεπτική περιπέτεια του Ζακοτό που συντάραξε και τρόμαξε τους λόγιους συγχρόνους του, απ’ την άλλη, μπορεί να ιδωθεί ως μια σύγχρονη παρέμβαση και κριτική πρόταση στα προβλήματα της φιλοσοφίας και της πρακτικής τής εκπαίδευσης. «Ο αδαής δάσκαλος» είναι ένα βιβλίο που συνομιλεί με κλασικές και σύγχρονες θεωρίες τόσο για την εκπαίδευση όσο και για την πολιτική πράξη, είναι ένα ξεκάθαρα ριζοσπαστικό κείμενο με το οποίο θα συμπλεύσουν οι ονειροπόλοι, οι ρομαντικοί και οι οραματιστές. Τελικά, αυτό που χρειάζεται η παιδεία μπορεί να μην είναι μια νέα μεταρρύθμιση, αλλά άνθρωποι που θα παίζουν τον ρόλο του δασκάλου βοηθώντας τους μαθητές να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν την επιθυμία για γνώση και την προσοχή τους, με σκοπό να μάθουν ό,τι τους ενδιαφέρει, δηλαδή, τα πάντα.

Μαγδαληνή Τσεβρένη είναι πολιτικός επιστήμων.

Πηγή: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (11 Ιανουαρίου 2009)>... Συνέχεια... Read more!

16.9.09

Το βαλς των χαμένων ονείρων

1 comments


θα περάσουν άλλα 30 χρόνια για να ξαναφυτρώσει μάλλον ε?
... Συνέχεια... Read more!

13.7.09

Δυνάμωσις

1 comments

Στον Δ.Β. επ'ευκαιρία...


"Δυνάμωσις"

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώση

να βγη απ' το σέβας κι' από την υποταγή.

Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,

αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει

και νόμους κ' έθιμα κι' απ' την παραδεγμένη

και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγη.

Από ταις ηδοναίς πολλά θα διδαχθή.

Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·

το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθή.

Έτσι θ' αναπτυχθή ενάρετα στην γνώσι.



Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
... Read more!

9.7.09

Η εποχή των μειωμένων προσδοκιών

0 comments

H απόσυρση κλιματιστικών όπως και η απόσυρση ψυγείων που αναμένεται, όμοια με την μείωση του τέλους ταξινόμησης των ΙΧ, αποτελούν πολιτικές μιας εποχής “μειωμένων προσδοκιών”. Είναι πολιτικές περισσότερο μέτρων ενίσχυσης των “φίλων” αντιπροσώπων και εμπόρων και ενισχύσεις του προεκλογικού οπλοστασίου των πολιτευτών της ΝΔ, παρά πολιτικές που πείθουν τους πολίτες που προσδοκούν να βελτιώσουν τη ζωή τους προς το καλύτερο. Φυσικά ως εφαρμοστέες πολιτικές έχουν κόστος. Για την ακρίβεια έχουν πολλαπλά κόστη καθώς όταν ενισχύεις κάποιον, αφαιρείς από τις δυνατότητες ενίσχυσης κάποιου άλλου.
Όμως κανένα από τα παραπάνω μέτρα, όπως και αυτό το οποίο ανακοινώθηκε της επιδότησης της ελαστικής εργασίας των 4 ημερών, δεν αυξάνει φυσικά τον πλούτο της χώρας. Μπορεί να αυξάνει έτι περισσότερο τα κέρδη των εμπόρων και των μεταπρατών, αλλά βασικά προσθέτει στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και διογκώνει τις δαπάνες του κράτους αλλά όμως σε μη παραγωγικές επενδύσεις.

... Συνέχεια...

Φυσικά αυτό δεν ενδιαφέρει τους κομματάρχες όταν κάνουν τη δουλειά τους, ενδιαφέρει όμως εμάς γιατί στο τέλος τον λογαριασμό τον πληρώνουμε εμείς. Συνεχώς, νέες θυσίες απαιτούνται στο όνομα της μείωσης του ελλείμματος, όταν τα εκατομμύρια που συλλέγονται από τη φορολόγηση μισθωτών και συνταξιούχων διασπαθίζονται σε “δομημένα ομόλογα”, σε συμβάσεις ημετέρων κουμπάρων, σε χρυσόβουλα, σε παράλογες προσλήψεις κλπ.
Όμως είναι αποδεδειγμένο και ιστορικά εξακριβωμένο πως οι περιοριστικές πολιτικές μείωσης του ελλείμματος, οι οποίες μάλιστα ενίοτε συνδυάζονται με παράλληλες πολιτικές τύπου “απόσυρσης” όπως τώρα, ενώ ομνύουν στη μείωσή του ελλείμματος, επιτυγχάνουν το ακριβώς αντίστροφο. Ουσιαστικά και πραγματικά αυξάνουν το έλλειμμα όπως το έκαναν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές Σημίτη ως υπουργού Οικονομίας τη δεκαετία του ’80, οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη & Σημίτη τη δεκαετία του ‘90 & συνεχίζει η κυβέρνηση Καραμανλή σήμερα.
Ακόμα χειρότερα! Η χρηματοδότηση του ελλείμματος γίνεται με δανεισμό από τις τράπεζες την ίδια ώρα που η ΕΚΤ εφαρμόζοντας τα απαγορευτικά θέσφατα του συμφώνου σταθερότητας, διοχετεύει εκτός αγοράς απεριόριστη ρευστότητα προς τις ιδιωτικές Τράπεζες, τις οποίες δανειοδοτεί, έναντι ενεχύρου ομολόγων του δημοσίου, με επιτόκιο παρέμβασης μόλις στο 1%! Με δυο λόγια, οι Τράπεζες οι οποίες δανείζουν με την εγγύηση των ομολόγων του δημοσίου (βλ. 28 δις €) το… δημόσιο π.χ. με 5,5%, έχουν δανειστεί από την ΕΚΤ με 1%! Οι Τράπεζες, ως νέοι “ραντιέρηδες” επιδοτούνται επομένως έως και 4,5% για όσα ποσά δανείζεται το δημόσιο, αποθεώνοντας την κερδοσκοπία που οργιάζει και καταληστεύοντας τους φορολογούμενους, οι οποίοι έχοντας πλήρη άγνοια από την ισοπέδωση πληροφόρησης των ΜΜΕ, λαμβάνουν απαντήσεις κλισέ όπως “το σύμφωνο σταθερότητας δεν αλλάζει”, το “αντιπαραγωγικό Δημόσιο φταίει”, τα “προβλήματα είναι διαρθρωτικά” κλπ.
Αν η κυβέρνηση νοιαζόταν πραγματικά για την εξοικονόμηση ενέργειας θα μπορούσε να κάνει χίλια πράγματα. Από το να απαγορεύσει τη διάθεση ενεργοβόρων συσκευών ή να τις επιβαρύνει με τέλη ώστε να είναι ασύμφορες έως για παράδειγμα την ουσιαστική φορολόγηση των ενεργοβόρων αυτοκινήτων υψηλού κυβισμού. Φυσικά κάνει ακριβώς το αντίθετο ή ακόμα και όταν πράττει “οικολογικά”, αγοράζει για τους βουλευτές της υβριδικά υπεραυτοκίνητα των 100.000€ αλλά κατά τα λοιπά, μειωμένων ρύπων.
Εννοείται πως το δόγμα “ο ρυπαίνων πληρώνει” που αρέσει στην κυβέρνηση να λέει, ακόμα το ψάχνουν στον Ασωπό του εξασθενούς χρωμίου.
Τί έχει συμβεί εδώ όμως; Πού βρέθηκαν τα λεφτά (μιλάμε για δεκάδες εκατομμυρίων) για να τα δίνει ο Χατζηδάκης στους Κωτσόβολους σε “δήθεν” πολιτικές;
Τα χρήματα, ανήκουν στο Επιχειρησιακό πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητα (ΕΠΑΝ). Αφορούν στις εγκεκριμένες από την κοινότητα πιστώσεις προς διάθεση για ενεργειακά έργα τα οποία θα έπρεπε να στοχεύουν στον περιορισμό των ρύπων, στην αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, στην ουσιαστική εξοικονόμηση ενέργειας και γενικά στην επίτευξη των στόχων του Κυότο. Αντ' αυτών, μοιράζονται εν ήδη κουπονιών-λαχνών στους πολίτες καλλιεργώντας και αναπτύσσοντας περαιτέρω πελατειακές σχέσεις αντιμετωπίζοντας τους πολίτες ως ιθαγενείς που τους μοιράζουν καθρεφτάκια.
Πολλοί μπορούν να κάνουν τους σχετικούς υπολογισμούς. Για όσους δεν μπορούν, σημειώνεται ότι η συνολική εξοικονόμηση (κατανάλωση πριν, μείον την κατανάλωση μετά) που επιτυγχάνουν όλες αυτές οι δεκάδες των εκατομμυρίων, ισοφαρίζεται από μια και μόνη, μέτρια σε ισχύ ανεμογεννήτρια.
Ακόμα χειρότερα, με άλλο παράλληλο πρόγραμμα του ΕΠΑΝ, πάλι απορροφώντας πόρους από την “ενέργεια”, πριμοδοτούνται στον προεκλογικό τους αγώνα οι ευαίσθητοι και πασίγνωστοι για τις ευαισθησίες τους Δήμαρχοι, με τη χρηματοδότηση έργων ουσιαστικά καλλωπισμού των μεγάρων τους αλλά και για την πλακόστρωση πλατειών. Λίγο μπετόν παραπάνω στο όνομα της “αειφόρου ανάπτυξης” και του “βιοκλιματικού σχεδιασμού”, λίγο μπετόν αξίας 30 εκ. €.
Έτσι, οι πόροι που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ανάπτυξη τεχνολογιών ΑΠΕ εδώ στη χώρα μας, ή έστω για να μειώσουν την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, γίνονται παρανάλωμα σε ρωμαϊκές φιέστες. Κανένας προγραμματισμός παρά αυτός του γόνατου, κανένας σεβασμός στις διεθνείς δεσμεύσεις και τους όποιους στόχους της χώρας. Όποιος προλάβει και με τους “συμβούλους” πρώτους-πρώτους στον αγώνα για “μπουγάδες” στα κοινοτικά προγράμματα και τελικά τον κάθε Υπουργό να αντιμετωπίζει τα κοινοτικά κονδύλια σαν προσωπική του προίκα καθώς γνωρίζει ότι στο Υπουργείο του είναι προσωρινός. Απλά όταν έρθει ο επόμενος θα ξεκοκαλίσει και θα διαλύσει ότι άφησε ο προηγούμενος.
Όμως αυτή η πολιτική των μειωμένων προσδοκιών1 δεν πρέπει να μείνει και να στεριώσει. Δεν αρκεί όμως μόνο η αποδόμησή της. Χρειάζονται πολιτικές που να διαθέτουν στον πυρήνα τους ένα σύστημα ιδεών που να δείχνει τρόπους πως τα πράγματα είναι δυνατόν αλλά και μπορεί “να γίνουν καλύτερα”, δικαιότερα, πιο ισότιμα, περισσότερο ελεύθερα και πως η εκπαίδευση, η υγεία, το περιβάλλον, η οικονομία ως σύστημα παραγωγής και διανομής του πλούτου, πως το θεσμικό πλαίσιο, οι νόμοι, τα εργασιακά κλπ μπορούν να “βελτιωθούν προς το καλύτερο”.
Η πολιτική πράγματι πρέπει να είναι ένα σύστημα “μεγάλων ιδεών” που οφείλει να κατάγεται από το μέλλον2 για να μας φτάσει τελικά σε αυτό. Δυστυχώς για εμάς σήμερα, ελλείπει η πολιτική και πλεονάζουν τα υποκατάστατα.

Μ.Κ.


1 o τίτλος από το βιβλίο του Paul Krugman. Αφιερωμένο στον Α.Μπούρα ΥφΥΠΟΙΟ
2 Από το ομότιτλο άρθρο του Γ.Σταθάκη από την Αυγή της 6.6.2009

Read more!

14.6.09

Απόγονοι εξωγήινων οι Έλληνες

3 comments

Οι μετανάστες ήρθαν να μας πάρουν τη γή μας, τα σπίτια μας, τις δουλειές μας και τις γυναίκες μας (ή τους άνδρες μας).
Πρέπει να εγκαταστήσουμε ένα αυτόματο σύστημα σε στυλ playstation με S4000 και τηλεχειρισμό και πυρηνικά που να τους καταρρίπτει, ανατινάζει, εξολοθρεύει με την άφιξη ή την παρουσία τους και μόνο. Απολύμανση δηλαδή.
Χωρίς μάλιστα, φυσικά, να μεσολαβεί ανθρώπινο χέρι δικό μας για να μην έχουμε και τύψεις ή ατυχήματα.(ίσως όμως αναθέσουμε σε κάποιον από το Μπαγκλαντές να μαζέψει τα πτώματα).
Έτσι η Ελληνική φυλή, η απευθείας απόγονος του Περικλή και της Ασπασίας, θα παραμείνει αμόλυντη για να συνεχίσει το μεγαλοφυές και θεάρεστο έργο της, αυτό της μεταλαμπάδευσης του πολιτισμού στους Βαρβάρους.
Από αυτό τον τόπο δηλαδή δεν "πέρασαν" Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Γαλάτες, Βάνδαλοι, Σλαύοι, Βενετοί, Αλβανοί, Βούλγαροι, Τούρκοι κλπ. Όταν βλέπετε έλληνα
ξανθό ή με γαλανά μάτια, το μυαλό σας πάει στον Θουκυδίδη.
Φυσικά κανένας από όσους τα λένε αυτά δεν υπήρξε '"μαυροκέφαλος", γκασταρμπάϊτερ ή δεν είχε περάσει από εξέταση δοντιών στο Ellis island ή να κατέληξε στους φούρνους στο Μπίρκενάου.
Η ανθρώπινη βλακεία είναι ανίκητη.
Εμείς, δεν εξελισσόμαστε προς τα μπροστά. Αναπτύσσουμε αντισώματα στην ευγένεια, τη φιλοξενία, την αλληλεγγύη, τη φιλία ακόμα και στην αγάπη.
Γιαυτό έχουμε αποβλακωθεί στην τηλεόραση και μας κυβερνάνε τα τσόλια και οι μυθοπλάστες. Πράγματι απόγονοι των εξωγήινων οι Έλληνες. Απευθείας σπορά.
Μ.Κ.
Read more!

10.6.09

Οι ωραίοι Ζαγοραίοι*

0 comments

του Π.Σ.

Υπάρχει μια κατηγορία δραστηριότητας που είναι μια ψευδο – δραστηριότητα και έχει σχέση με τον σκληρό πυρήνα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την αντιπροσώπευση. Το σχήμα λειτουργεί όπως το downloading μέσω των P2P μεθόδων. Κάποιος αρέσκεται πολύ στο να ακούει μουσική. Το απεριόριστο downloading του δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια μεγάλη ψηφιακή δισκοθήκη που δεν θα ακούσει ποτέ, παρά ένα πολύ μικρό τμήμα της, γιατί δεν υπάρχει χρόνος ποτέ. Η κανονική δραστηριότητα (ακρόαση μουσικής) αντικαθίσταται από μια ψευδο – δραστηριότητα (το downloading) που γίνεται μέσω του διαδικτύου.
Αναθέτουμε στα torrents και το διαδίκτυο κάποιο πάρεργο που αντικαθιστά την κανονική δραστηριότητα που οφείλαμε εμείς να πράξουμε, έτσι ώστε να κάνουμε κάτι άλλο (να ασχοληθούμε περισσότερο με τη δουλειά μας η την οικογένεια μας κλπ).

Κατά τον ίδιο τρόπο, η αντιπροσώπευση δεν είναι πλέον απλά μια διαμεσολάβηση της πολιτικής δραστηριότητας αλλά παίρνει την εξής μορφή. Αναθέτω στα πολιτικά κόμματα την πολιτική ως πάρεργο για να μπορώ εγώ να μην ασχοληθώ με αυτήν και να ασχοληθώ με άλλες μη πολιτικές δραστηριότητες.
... Συνέχεια...
Το σχήμα της αντιπροσώπευσης, παλιότερα, λειτουργούσε ως εξής: Θεωρώ ύψιστης προτεραιότητας την ενασχόληση με την πολιτική δεν μπορώ όμως, λόγω της πολυάνθρωπης κοινωνίας και την έλλειψης χρόνου, να την ασκήσω και την αναθέτω κάπου άλλου. Σήμερα, η αντιπροσώπευση λειτουργεί ως εξής. Δεν θεωρώ την ενασχόληση με την πολιτική υψίστης σημασίας γιαυτό και την αναθέτω κάπου αλλού για να ασχοληθώ με τα πραγματικά σοβαρά πράγματα που με απασχολούν. Ίσως να ήταν πάντα έτσι και να μην το είχαμε καταλάβει.

Γιαυτό και ανθούν οι δημοσκοπήσεις. Το περίεργο με αυτές είναι πως ακόμα διενεργούνται. Η πυκνότητα τους και η συχνότητα τους, λογικά, θα έπρεπε να κουράσει τον κόσμο και να μην απαντά. Όμως, επειδή λειτουργεί το παραπάνω σχήμα της ανάθεσης δευτερευόντων δραστηριοτήτων σε άλλους, ο κόσμος συνεχίζει και απαντά ανενόχλητος. Αναθέτει τη διαμεσολάβηση του αιτήματος και της πολιτικής πρόθεσης στις δημοσκοπικές εταιρίες γιατί ο ίδιος δεν πιστεύει στη προτεραιότητα της διατύπωσης του πολιτικού αιτήματος. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η αποχή. Δεν συμμετέχω στην εκλογική διαδικασία διότι δεν βγαίνει τίποτα από αυτή, είναι δευτερευούσης σημασίας και αναθέτω σε αυτούς που ψηφίζουν τη συνέχιση του πολιτικού συστήματος.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα και η ανάθεση στην πολιτική είναι πλέον ανάθεση δευτερευόντων πραγμάτων με τα οποία δεν αξίζει ο κόπος να ασχολούμαστε (η ανάθεση αυτού του είδους στην παραγωγή και την οικονομία αποτελεί κυρίαρχη πρακτική δεκαετιών), τότε γιατί κατηγορούμε τις σέχτες και τις μειοψηφίες που ασχολούνται παθιασμένα με κάτι το πολιτικό. Γιατί κατηγορούμε τις απεργίες που ταλαιπωρούν όλη την κοινωνία, γιατί κατηγορούμε τις καταλήψεις των πανεπιστημιακών σχολών που δεν λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των φοιτούντων σε αυτές τις σχολές, γιατί κατηγορούμε τις κινήσεις πολιτών που νοιάζονται για ένα παρκάκι, όταν ολόκληρη η κοινωνία έχει ανάγκη από πάρκινγ;

Μα γιατί η βασική μέθοδος να μην αλλάξει τίποτα και τα πράγματα να συνεχίσουν να γίνονται όπως γινόντουσαν είναι η ανάθεση σε άλλους των υποθέσεων με τις οποίες δεν ασχολούμαστε. Οι σέχτες, οι πρωτοπορίες, οι ολιγάριθμες ομάδες που ασχολούνται με την πολιτική και φαντάζουν αποκομμένες από την υπόλοιπη κοινωνία αποτελούν τον πραγματικό εχθρό. Γιατί οι λίγοι, στην εποχή μας, διαθέτουν μια τρομερή επιτελεστικότητα. Και καλά όταν αυτοί οι λίγοι αποτελούν μια τρομοκρατική ομάδα, αντιμετωπίζονται εύκολα. Τι γίνεται όταν αυτοί οι λίγοι δρουν ανοικτά στη κοινωνία, χωρίς να αναθέτουν τις δευτερεύουσες υποθέσεις τους. Ο Νόμος δεν απαγορεύει να κρατώ την πολιτική για μένα.

*Οι ωραίοι Ζαγοραίοι αποτέλεσαν μια παρέα, μια πολιτιστική σέχτα που έδρασε σε μια μυθική χρονική περίοδο στη λαϊκή συνοικία του Μπουρναζίου. Αντικείμενο λατρείας τους ο λαϊκός βάρδος Ζαγοραίος (…..της Λαρίσης το ποτάμι…..κλπ)
** η φωτό του Canis Libertatis από το flickr

Read more!

2.6.09

Η Αχαρνών εργαστήρι του φασισμού

0 comments

Του Δημήτρη Μπελαντή,

Εισαγωγή
Αυτό που συμβαίνει στον Άγιο Παντελεήμονα δεν έχει ακόμη αναλυθεί ικανοποιητικά. Η δυνατότητα μιας οργάνωσης σαν την Χρυσή Αυγή να στρατολογεί ακόμη και στα πλαίσια μιας μετωπικής οργάνωσης (Επιτροπές Κατοίκων) δεκάδες ως εκατοντάδες ανθρώπους και να τρομοκρατεί συστηματικά τους μουσουλμάνους μετανάστες, να τους κυνηγά και να τους μαχαιρώνει, να καίει τους τόπους λατρείας τους, η συγκάλυψή της και ενίσχυσή της από την Αστυνομία και άλλους παρακρατικούς μηχανισμούς, η δημιουργία ενός κλίματος τρόμου εναντίον της Αριστεράς και των φιλομεταναστευτικών οργανώσεων, η καλλιέργεια μιας συστηματικής πίεσης κατά των κατοίκων της περιοχής που δεν συμμερίζονται τις ακροδεξιές απόψεις, είναι γεγονότα πρωτόγνωρα για την μεταπολιτευτική Ελλάδα.

... Συνέχεια...

Έχει προηγηθεί η επιχείρηση εκκένωσης του πρώην Εφετείου κατά των μεταναστών, οι οποίοι διαβιούν αναγκαστικά σε αυτό υπό αθλιες συνθήκες, από κάποιες εκατοντάδες μέλη της Χρυσής Αυγής καθώς και η παρακρατική κάλυψή τους από τις αστυνομικές δυνάμεις . Έχει επίσης προηγηθεί η συστηματική επίθεση σε μετανάστες σε εργατικές –λαϊκές περιοχές όπως η Νέα Ιωνία αλλά και περιστατικά σχετικής δικάιωσης ακροδεξιών ηγετών όπως η περίπτωση Πλεύρη και οι δικαστικές αποφάσεις για το βιβλίο του σχετικά με τους Εβραίους. Αλλά και η σχετική ενίσχυση του κόμματος ΛΑΟΣ και η σκανδαλώδης προβολή και ενίσχυσή του από τα ΜΜΕ.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν κατ’ αρχήν ότι έχουμε μπει ως χώρα σε μια γενικευμένη κατάσταση εκφασισμού. Δεν έχουμε ακόμη ένα πολύ μαζικό φασιστικό κίνημα στην Ελλάδα ούτε έχουν αποκτήσει ακόμη βαθειές κοινωνικές ρίζες. Θα υποστηρίξουμε όμως ότι τόσο κοινωνικές όσο και πολιτικές αιτίες καθιστούν πλέον προσφορότερο το κοινωνικό έδαφος για φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές.

1. Η διπλή ριζοσπαστικοποίηση, η κρίση
και η κρατική συγκάλυψη/ενίσχυση μετά τον Δεκέμβρη

Από ότι φάνηκε , ο Δεκέμβρης υπήρξε μια καμπή σοβαρου κλονισμού του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας και το ξέσπασμα της κοινωνικής εξέγερσης αντιμετωπίσθηκαν δύσκολα από το κράτος της ισχύουσας νομιμότητας. Δεν είναι τυχαίες οι τακτικές κινήσεις του Υπουργού Δημόσιας Τάξης , οι οποίες σηματοδοτούσαν μια αδυναμία καταστολής της εξέγερσης στα πλαίσια ενός ευλόγου κόστους αλλά και οι δηλώσεις τότε παραγόντων για μια πιθανή χρήση του στρατού κατά της εξέγερσης. Επίσης, η εξέγερση σηματοδοτεί μια συγκυρία όπου η κρίση του συστήματος διακυβέρνησης τείνει να εξελιχθεί σε γενική πολιτική κρίση, κρίση ηγεμονίας και άρα κρίση του δεσμού εκπροσώπησης ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Η κρίση της κυρίαρχης ιδεολογίας και ιδίως ανάμεσα στην νεολαία και την επισφαλή εργασία υπερβαίνει πλέον κατά πολύ την αμφισβήτηση προς την τρέχουσα διαχείριση και τα υπαρκτά κυρίαρχα κόμματα και τις κυβερνητικές πρακτικές τους. Αναζητούνται εναλλακτικές και πέρα από την μεταρρύθμιση του συστήματος διακυβέρνησης αν και με τυφλό τρόπο και χωρίς ορατή στρατηγική-πράγμα αρκετά συχνό στον ώριμο μητροπολιτικό καπιταλισμό.

Παρά το ότι δεν γενικεύτηκαν τελικά οι όψεις κρίσης ηγεμονίας, κάποιες διαστάσεις τους παραμένουν λανθάνουσες και εξακολουθούν να μας απασχολούν και σήμερα.

Σε αυτές τις συγκυρίες η κρίση του δεσμού εκπροσώπησης δεν οδηγεί μονοσήμαντα
σε ριζοσπαστικοποίηση της Αριστεράς αλλά και σε αντίστοιχη ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς. Ιδίως όταν η παρακμή των κυρίαρχων κομμάτων εκδηλώνεται και μέσα από την διαφθορά και την αναξιοπιστία των βασικών πολιτικών προσώπων, η κριτική του πολιτικού συστήματος λαμβάνει διπλή όψη – πέρα από τον αριστερό ριζοσπαστισμό θα φανεί και ο δεξιός και μάλιστα πέρα από τα «ευπρεπή» όρια του ΛΑΟΣ αν και σε συμπαιγνία με αυτό.

Όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά ο συνδυασμός του κοινοβουλευτικού μπλοκαρίσματος, της ταξικής πόλωσης, της οικονομικής κρίσης και της διαφθοράς ισχυροποιεί τους ως τώρα ισχνούς φασιστικούς θύλακες. Ας θυμηθούμε εδώ α) το μεγάλο σκάνδαλο Σταβίσκυ και την εξαιρετικά ισχυρή προσπάθεια της γαλλικής Ακροδεξιάς –ιδίως των Σταυρών της Φωτιάς- να πιέσει ή και καταλάβει την κρατική εξουσία στις 6-2-1934 και β) το φούσκωμα του ναζισμού στη Βαϊμάρη κατά τον Μεσοπόλεμο και ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 29.

Όταν το μαζικό κίνημα και ιδίως στην εξεγερσιακή του μορφή κάνει μια κλιμάκωση και μετά υποχωρεί, ενώ η πολιτική κρίση συνεχίζει να χρωματίζει το σκηνικό, είναι η ώρα του δεξιού ριζοσπαστισμού να παραλάβει την σκυτάλη.

Είναι προφανές ότι ο δεξιός ριζοσπαστισμός έχει την κρατική ανοχή και στήριξη έναντι του κινδυνου του αριστερού ριζοσπαστισμού. Αποτελεί τη χρήσιμη δεξαμενή σκόπιμου προσανατολισμού πληβειακών και μικροαστικών στρωμάτων. Αποτελεί την εφεδρεία κατά της Αριστεράς αλλά και στοχοποιούμενων από την εξουσία κοινωνικών ομάδων σε πρακτικές που δεν μπορεί να υιοθετήσει και να εκφράσει ακόμη ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός. Αποτελεί μια μορφή κρατικού δικτύου έξω από τα όρια της νομιμότητας («παράλληλο δίκτυο» κατά τον Πουλαντζά).

Σε κάθε περίπτωση, η παρέμβαση της Ακροδεξιάς οργανώνεται γύρω από μια ερμηνεία του «εθνικού συμφέροντος» και έχει ως στόχο έναν ορισμένο εχθρό ( σχέση Εχθρού-Φίλου). Στη Γαλλία του 34 ήταν οι κερδοσκόποι και οι Εβραίοι, στη Γερμανία ήταν οι Εβραίοι και οι κομμουνιστές. Σήμερα, σε ένα κέντρο της πόλης εγκαταλελειμμένο από την κρατική εξουσία, ο εχθρός είναι βασικά οι μετανάστες. Και το φόντο το οικονομικό ρήμαγμα των ελληνικών μικροαστικών και εργατικών-πληβειακών στρωμάτων που ξεσπά πάνω στους μετανάστες.

2. Οι μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας

Η ένταση των μεταναστευτικών ροών σε μια διεθνή συγκυρία όπου η πείνα και ο πόλεμος είναι η «κοινή μοίρα» του Τρίτου Κόσμου δημιουργεί ένα τεράστιο εργατικό δυναμικό στις μητροπόλεις είτε υπερεκμεταλλευόμενο είτε λειτουργούν ως ένας ευμεγέθης εφεδρικός στρατός. Εδώ λειτουργεί μια απόλυτη διπλή γλώσσα των ιδεολόγων της άρχουσας τάξης. Από τη μια πλευρά ξεζουμίζουν αυτό το δυναμικό κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και διαμονής. Από την άλλη δημιουργούν σε καιρούς αναταραχής ένα ρεύμα «τάξης και ασφάλειας», το οποίο στρέφεται κατά των μεταναστών κυρίως ως φορέων εγκληματικότητας, βρωμιάς, εκφυλισμού κλπ.

Πράγματι, ο αντιμεταναστευτικός λόγος είναι βασικός μοχλός χτισίματος κοινωνικοταξικών συμμαχιών ανάμεσα στον συνασπισμό εξουσίας και στα ταλανιζόμενα από την κρίση μεσαία και εργατικά στρώματα. Ουσιαστικά η «κρίση τάξης και ασφάλειας» είναι η κορυφή του παγόβουνου, η οποία συγκαλύπτει την κρίση υπόστασης και τις ανησυχίες αυτών των στρωμάτων σε καιρούς οικονομικά και κοινωνικά χαλεπούς. Η «κρίση ασφάλειας» είναι αντεστραμμένη και παραμορφωμένη εικόνα της δυσανεξίας στρωμάτων απέναντι στην κοινωνική κρίση.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε πραγματικά προβλήματα ασφάλειας που πηγάζουν από την εκπληκτική συμπίεση των μεταναστών πρέπει να δούμε το κύριο: ότι δηλαδή η άρχουσα τάξη δημιουργεί ή έστω ανέχεται θύλάκες δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης ακριβώς για να διοχετεύσει την οργή και απελπισία πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων ακριβώς όπως η δυτικογερμανική κυβέρνηση ανέπτυξε την αντιτρομοκρατική υστερία στα 1970-1978 για να στρέψει το ενδιαφέρον των πολιτών από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της αλλαγής ρυθμιστικού παραδείγματος προς τον νεοφιλελευθερισμό.
Από την άλλη πλευρά, τα πιο μετριοπαθή ακροδεξιά κόμματα (όπως το ΛΑΟΣ) γινονται οι μηχανισμοί διαμεσολάβησης ανάμεσα στις φασιστικές συμμορίες και το κράτος – λειαίνουν τον λόγο των συμμοριών και προσπαθούν να τον τρέψουν σε κρατική πολιτική.

Ένας επιπλέον λόγος που η τάση εκφασισμού βρίσκει έδαφος πέρα από την ενδογενή και διεθνή οικονομική οικονομική κρίση και την αύξουσα ανεργία είναι η ίδια η κοινωνική εγκατάλειψη του κέντρου της μητρόπολης και των μεταναστευτικών συνοικιών από τις κυβερνήσεις και τα κέντρα εξουσίας (Δήμος, Αστυνομία κ.α.). Η ερημοποίηση και γκεττοποίηση του κέντρου δεν αποτελεί απλώς μια γιγαντιαία παράλειψη της εξουσίας. Μελέτες όπως του Mike Davies για το Λος Άντζελες του ’90 έχουν δείξει ότι η γκεττοποίηση συνιστά και μια συνειδητή πολεοδομική στρατηγική της εξουσίας. Πέρα από υπαρκτά και σημαντικά κερδοσκοπικά παιχνίδια (υποβάθμιση και εκ νέου αναβάθμιση τμημάτων του κέντρου) η αστική εξουσία ενδιαφέρεται για την δημιουργία δεξαμενών του φτωχού πληθυσμού και χωροταξικής αποκοπής του από τα προνομιούχα στρώματα και τάξεις.
Πλην όμως, η κατάργηση των κοινωνικών και δημοτικών υπηρεσιών σε αυτές τις ζώνες λόγω του μεταναστευτικού τους πληθυσμού έχει και «παράπλευρες συνέπειες: πέρα από το γεγονός ότι τα ντόπια εργατικά και μικροαστικά στρώματα πλήττονται και αυτά άμεσα από την εγκατάλειψη και στρέφονται έτσι σε ρατσιστικές λογικές, ο ίδιος ο κοινωνικός ιστός διαλύεται με αποτέλεσμα δευτερογενή φαινόμενα αταξίας , βίας και εγκληματικότητας. Η εξουσία δημιουργεί ακριβώς εκείνα τα προβλήματα που η ίδια επικαλείται για να στηρίξει τον αυταρχισμό. Αλλά και οι πιέσεις που δέχεται από στηρίγματά της για περισσότερη τάξη είναι απόρροια των πολιτικών της.

Τώρα, η ύπαρξη μιας έντονης οικονομικής κρίσης διαπλέκεται με την εγκατάλειψη , γκεττοποίηση του κέντρου της πόλης και με την κρίση των κυρίαρχων κομμάτων , η οποία οριακά τείνει να υπερβεί τα όρια μιας κρίσης διακυβέρνησης. Οι παράγοντες για την άνοδο του δεξιού ριζοσπαστισμού είναι υπαρκτοί .

Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα αλλά και στην επίθεση στο Εφετείο είναι η τοπική τάση βαθέματος των δεσμών των φασιστικών συμμοριών με τις μάζες. Η δημιουργία μετωπικών οργανώσεων περιβάλλει τις ομάδες κρούσης με μια ευρύτερη κοινωνική συνοχή και υποστήριξη. Έτσι, η βία εμφανίζεται ως βία επιθυμητή τοπικά και κοινωνικά νομιμοποιημένη. Όταν μια μετωπική οργάνωση με 100 ανθρώπους περιβάλλει δεκαπέντε μαχαιροβγάλτες και τραμπούκους, οι τελευταίοι δικαιολογούν τη δράση τους ως έκφραση της κοινωνικής βούλησης, της λαϊκής ορμής και οργής. Αυτό το φαινόμενο είναι ριζικά νέο και ενδέχεται να αποτελέσει πιλότο και για άλλες υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας. Αν αυτό δεν ανασχεθεί άμεσα, οι προοπτικές για την πλέον ακραία Ακροδεξιά θα καταστούν ευοίωνες. Ας θυμηθούμε εδώ και την περίπτωση του «Εθνικού Μετώπους» στη Γαλλία και την Αγγλία και την για χρόνια μαζικοποίησή τους. Επίσης, είναι σημαντικό ότι γραφεία ακροδεξιών ομάδων έχλουν αρχίσει να ιδρύονται σε υποβαθμισμένες πόλεις και συνοικίες (π.χ. Πάτρα).

3. Η διανόηση της Ακροδεξιάς

Θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι ένα κόμμα σαν το ΛΑΟΣ αρκεί για να θεμελιώσει την οργανικής διανόηση της Ακροδεξιάς και να την συνδέσει και με πιο ακραίες οργανώσεις της παράταξης αυτής. Παραμένει ένα ισχυρό δίκτυο, σημείο συνοχής και αναφοράς των πιο ακραίων οργανώσεων αλλά όλο και περισσότερο περιβάλλεται και από άλλα δίκτυα.

Πέρα από τις μετωπικές οργανώσεις του ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής (μικροαστοί, απόστρατοι, πληβειακά στρώματα, καθαροί φασίστες κλπ), αναπτύσσονται πολλές διαφορετικές εστίες και κέντρα προβληματισμού , με διείσδυση στη νεολαία και σε θεματικούς κύκλους ενδιαφερόντων (π.χ. στρατιωτικά περιοδικά, εκδόσεις για τον Ελληνισμό, βιβλιοπωλεία κλπ) Ορισμένα μάλιστα από αυτά τα ιδεολογικά κέντρα έρχονται σε επαφή και με εθνοκεντρικούς κύκλους προερχόμενους από την Αριστερά (φαινόμενο «μεταμορφισμού» των διανοουμένων κατά τον Γκράμσι). Δεν βρισκόμαστε ακόμη σε ένα κλίμα «συντηρητικής επανάστασης», σίγουρα όμως η ευκολία και το θράσος του αναθεωρητικού λόγου σχετικά με τον ναζισμό θα πρέπει να μας προβληματίσει.

Η θεματοποίηση του μεταναστευτικού κινδύνου επηρεάζει άμεσα και τομείς της ίδιας της «Νέας Δημοκρατίας», ιδίως της λεγόμενης Λαικής Δεξιάς. Επίσης, βοηθά να νομιμοποιηθεί το ΛΑΟΣ ως μη ακραίο κόμμα ως και πιθανό να συγκυβερνήσει την Ελλάδα μαζί με τη «Νέα Δημοκρατία».

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι εντός της Ακροδεξιάς αναπτύσσονται δυο διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες κατ’ αποτέλεσμα ιδεολογίες σχετικά με το μεταναστευτικό. Η ακραία ναζιστική, η οποία θεωρεί τους μετανάστες υπάνθρωπους και η άποψη της «μετριοπαθούς Ακροδεξιάς», η οποία συσπειρώνει και τμήμα των Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Κατά την τελευταία , οι μετανάστες είναι άνθρωποι ίσης αξίας με εμάς αλλά καλό είναι να μείνουν στη χώρα τους γιατί η οικονομία μας δεν τους αντέχει/μας πάιρνουν τις δουλειές αλλά και γιατί η υπερπαρουσία τους διαστρέφει τον εθνικό μας χαρακτήρα (Καρατζαφέρης).
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί η επικοινωνιακή στρατηγική πολλαπλών μπλογκς, τα οποία επηρεάζουν σημαντικά και τμήμα της Νέας Δημοκρατίας.
Στη διανόηση της Ακροδεξιάς αξίζει να ενταχθεί και το φαινόμενο Πλεύρη, το οποίο κινείται προς την πιο ακραία εκδοχή αλλά και προσδίδει στην νέα Ακροδεξιά στοιχεία ιστορικής συνέχειας με την παραδοσιακή φιλοδικτατορική Ακροδεξιά. Αυτή η έλλειψη συνέχειας και γείωσης στον εθνικό πολιτικόκορμό (πιο πολύ στην ακραία εκδοχή) είναι και ένα από τα πιο φλέγοντα προβλήματα της νέας ελληνικής Ακροδεξιάς. Και πώς να γειωθείς στον εθνικό κορμό, όταν δηλώνεις χιτλερικός δηλαδή τάσσεσαι υπέρ των πρώην κατακτητών της χώρας σου;

4. Οι φάλαγγες της Μαύρης Τάξης

Όπως και στην περίπτωση της Βαϊμάρης, η ενίσχυση της πιο ακραίας «Ακροδεξιάς» εκφράζεται με την συγκρότηση μιας μορφής ταγμάτων εφόδου. Αυτοί που προπηλακίζουν και τραυματίζουν τους μετανάστες σήμερα και αύριο και τους υποστηρικτές τους είναι ένας σκληρός στρατιωτικοποιημένος πυρήνας ακόμη σε χαμηλά αριθμητικά επίπεδα.

Υπάρχουν, όμως, και εδώ καινούρια μετά το ’74 δεδομένα, τα οποία πρέπει να μας προβληματίσουν.

1. Η πλήρης ασυλία και στήριξη των ταγμάτων εφόδου από την Αστυνομία, κάτι αδιανόητο λ.χ. για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
2. Η δημιουργία σε επιλεγμένες περιοχές Επιτροπών Κατοίκων που περιστοιχίζουν και νομιμοποιούν τα τάγματα εφόδου.
3. Το χτύπημα συμβολικών στόχων (π.χ. τζαμιά), το οποίο ωθεί έναν χαμηλής έντασης Εμφύλιο με τους μουσουλμάνους μετανάστες και να τους ριζοσπαστικοποιήσει σε ισλαμική κατεύθυνση.
4. Η βίαιη τρομοκρατία που αρχίζει να αναπτύσσεται στον Άγιο Παντελεήμονα σε βάρος και της ίδιας της Αριστεράς (επίθεση σε ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ κλπ), η οποία συνδυάζει την αντιξένη ιδεολογία με τον ακραίο αντικομμουνισμό με αποτέλεσμα ακόμη και την ακύρωση εκδηλώσεων της Αριστεράς.
Τέτοια τρομοκρατία υπήρξε και παλαιότερα (βόμβες το 76-77, «Νέα Τάξη») αλλά δεν είχαν τόσο εμφανή στήριξη και τροφοδότηση από τον κρατικό μηχανισμό.
5. Η τρομοκρατία κατά του ουδέτερου τμήματος του πληθυσμού/ μαζί μας ή εναντίον μας.

Ο συνδυασμός αντιμεταναστευτικής ιδεολογίας και αντικομμουνισμού θυμίζει έντονα το αντίστοιχο της Βαϊμάρης (τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών). Το χτύπημα κατά του αποδιοπομπάιου τράγου (που περιλάμβανε τότε και την πρόθεση σκλαβοποίησης έως εξόντωσης των Εβραίων ως εργατικού δυναμικού) συνδυάζεται πάντοτε με τον αντικομμουνισμό και το χτύπημα των διαφωτιστικών/ χειραφετητικών ιδεολογιών. Η Μαύρη Τάξη εδραιώνεται καταστρέφοντας πάντοτε τα αριστερά κινήματα και εδραιώνοντας έναν συνδυασμό ανορθολογισμού και αντιδραστικού τεχνοκρατικού ορθολογισμού. Άρα, η Αριστερά δεν μπορεί να ελπίσει ότι χτυπώντας μόνο τους μετανάστες οι ακροδεξιοί θα την αφήσουν ήσυχη.

5.. Η γραμμή άμυνας.

Ένα ακόμη νέο ποιοτικό στοιχείο είναι η κάθοδος της Χρυσής Αυγής στις Ευρωεκλογές και η νομιμοποίησή της από νεοφασιστική ομάδα σε θεσμική πολιτική οργάνωση.

Είναι εντυπωσιακό ότι το γεγονός αυτό μικρή έως καμία αντίδραση δεν έχει προκαλέσει. Παρά ταύτα από εδώ και στο εξής η Χρυσή Αυγή θα απολαμβάνει μιας θέσης αντίστοιχης με τις αριστερές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις.

Η γραμμή άμυνας στα πλαίσια του ελληνικού Συντάγματος δεν μπορεί να είναι η νομική απαγόρευση ή διάλυση της Χ.Α., αφού το Σύνταγμα δεν προβλέπει αυτή τη διαδικασία για πολιτικά κόμματα (αντίθετα από το γερμανικό) παρά μόνο για σωματεία (29 και 12 του Σ).

Πιθανότατα, μια ευρεία χρήση του αντιρατσιστικού νόμου του 1979 μπορεί να αποτελέσει σε συρροή με τα άλλα διαπραττόμενα αδικήματα μια μορφή νομικής ασπίδας κατά της Χ.Α. (παρά τα προβλήματγα συνταγματικότητας που έχει αυτός ο νόμος και τα οποία αξιοποίησε και ο Πλεύρης για την αθώωσή του).

Σε κάθε περίπτωση όμωςα τα όρια μιας νομικής /κανονιστικής αντιμετώπισης της Χ.Α. με δεδομένο και το κρατικό της back up ε’ίναι στενά και πολύ περιορισμένα.

Η αντιμετώπιση της Χ..Α υποθέτει κατ’ αρχήν ένα Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς σε αντιφασιστική κατεύθυνση και το τέλος της υποτίμησης του κινδύνου (αμελούς ή σκόπιμης). Ακόμη και το ΚΚΕ που ποιούσε την νήσσα βλέπει τώρα τον κόσμο του να βάλλεται.

Είναι απολύτως βέβαιο ότι η Χ.Α. δεν θα νικηθεί στο πεδίο κυρίως των νόμων και διαταγμάτων αλλά στο πεδίο α) της πλήρους πολιτικής της απομόνωσης με μια στρατηγική επανάκτησης τμήματος των πληττόμενων στρωμάτων χάρη σε μια γραμμή ταξικής συναδέλφωσης Ελλήνων και αλλοδαπών εργαζομένων και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων και β) στο πεδίο της ισχύος και της δυνατότητας πολιτικής αντιπαράθεσης με την Ακροδεξιά, ειρηνικής ή και βίαιης ανάλογα με τις συνθήκες, ακόμη και με την έννοια της αυτοάμυνας γ) στο πεδίο της ανάδειξης του ρόλου του κρατικού μηχανισμού. Ας θυμηθούμε εδώ ότι καμία αντιπαράθεση με τον φασισμό διεθνώς δεν παρέλειψε να αναμετρηθεί και στο πεδίο της ισχύος. Αυτό το έχει καταλάβει στην Ελλάδα ο αναρχικός χώρος. Ας το καταλάβουμε και εμείς.

Read more!

24.5.09

king crimson-epitaph live

1 comments

της Ν.Κ.

... Συνέχεια... Read more!

22.5.09

isn't it?

0 comments





... Συνέχεια... Read more!

3.5.09

"Howl's Moving Castle" του Hayao Miyazaki

0 comments

Η υπέροχη μουσική του Joe Hisaishi είναι από την ταινία κινουμένων σχεδίων Το «Κινούμενο Κάστρο» (Hauru no Ugoku Shiro) του Ιάπωνα δημιουργού Χαγιάο Μιγιαζάκι. Η καταπληκτική αυτή ταινία (που μαγεύει μικρούς και μεγάλους) είχε προταθεί και για όσκαρ το 2005 και μας μιλάει για την αγάπη, αποστρέφεται τον πόλεμο και γυρνάει την πλάτη στα πρότυπα ομορφιάς. Βασίστηκε στο βιβλίο της Diana Wynne Jones με τον τίτλο «Howl's Moving Castle».
Για όσους την αναζητήσουν βρίσκεται σε torrent εδώ

... Συνέχεια... Read more!

17.4.09

η ανάληψη των ρέμπελων αγγέλων

0 comments

Επίκαιρο...
Του Στέλιου Φαϊτάκη, βρέθηκε στο http://vlemma.wordpress.com/

... Συνέχεια... Read more!

25.2.09

Σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία ή σοσιαλισμός με τις λαϊκές μάζες;

3 comments

Του Χρήστου Βαλλιάνου, αναδημοσιεύεται από τον ιστότοπο του Σύριζα Αγίας Παρασκευής http://santasyriza.blogspot.com/


Το διαρκές συνέδριο του Συνασπισμού έληξε και το σχέδιο προγράμματος που προτάθηκε από την επιτροπή προγράμματος και που υπερψηφίστηκε μαζικά από το σώμα προτείνεται πλέον στις δυνάμεις και τους ανένταχτους του ΣΥΡΙΖΑ ως συμβολή για τη συγκρότηση ενός προγραμματικού πλαισίου για την πολιτική συγκρότηση του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Ωστόσο, η αφορμή για το κείμενο αυτό προέρχεται όχι από το κείμενο προγράμματος που υπερψηφίστηκε, και το οποίο βεβαίως οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου και κριτικής, αλλά κάποιες από τις ιδέες που καταγράφηκαν ως άποψη της μειοψηφίας. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο σοβαροί λόγοι που μου επιτρέπουν μια τέτοια παρέκβαση. Ο πρώτος είναι ότι η πλατφόρμα για το «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία», όπως παρουσιάστηκε από κάποιους συντρόφους εκπροσώπους της μειοψηφήσασας άποψης μας δίνει την ευκαιρία να ιχνηλατήσουμε ορισμένα θεωρητικά αλλά και πρακτικά ζητήματα γύρω από τις έννοιες του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας, και να επιχειρήσουμε ένα γόνιμο διάλογο. Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με το γεγονός ότι οι απόψεις του «ανανεωτικού ρεύματος» του ΣΥΝ ήταν πάντα, και είναι και σήμερα, ιδιαίτερα ισχυρές (πλειοψηφικές) στην Αγία Παρασκευή, επηρεάζοντας, όπως είναι φυσικό, τη φυσιογνωμία του κόμματος στην πόλη. Σε κάθε περίπτωση, δεν παρεμβαίνω στα εσωτερικά ενός κόμματος του οποίου δεν είμαι μέλος, αλλά καταθέτω δημοσίως τις δικές μου απόψεις σε θέματα που ανέδειξε η αντιπαράθεση και ο διάλογος.

... Συνέχεια...

Νομίζω ότι δεν αδικώ καθόλου την άποψη που μειοψήφησε στο Συνέδριο, αν ισχυριστώ ότι γι’ αυτήν, η ιδέα ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας είναι νοητός μόνο μέσω μιας διαδικασίας «δημοκρατίας και ελευθερίας» είναι τόσο κεντρική ώστε ο ίδιος ο σοσιαλισμός να γίνεται αντιληπτός ως το τελικό αποτέλεσμα μιας συνεχούς και απεριόριστης επέκτασης (το βάθεμα και πλάτεμα που λέγαμε κάποτε) των δημοκρατικών θεσμών, των πολιτικών δικαιωμάτων, των συνταγματικών ελευθεριών, κοκ. Σύμφωνα δηλ. με την άποψη αυτή, η «δημοκρατία και η ελευθερία» δεν είναι απλά το μόνο και ασφαλές όχημα που μας εξασφαλίζει τη μετάβαση στον προορισμό μας, δηλ. το σοσιαλισμό, αλλά είναι εν πολλοίς και ο ίδιος ο προορισμός, υπό τον όρο ότι θα της δώσουμε το απαραίτητο ουσιαστικό περιεχόμενο, υπό τον όρο δηλ. ότι οι «πολίτες» θα συμμετέχουν άμεσα και ενεργά στη λήψη των αποφάσεων που τους αφορούν, σε επίπεδο εθνικό, τοπικό, στο χώρο της δουλειάς τους, κλπ. Το κείμενο της ανανεωτικής τάσης που δημοσιεύτηκε στην Αυγή της 21 Φεβρουαρίου δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει καλύτερα: «Ο σοσιαλισμός που ονειρευόμαστε: η δημοκρατία ως μέσο και σκοπός. (…) Ο σοσιαλισμός αποκτά περιεχόμενο (…) με τη διαρκή προώθηση (…) οργάνωσης της κοινωνίας στο πλαίσιο των δημοκρατικών κανόνων».
Αν αυτή η αναγκαστική σχηματοποίηση δεν προδίδει την ουσία της επιχειρηματολογίας των συντρόφων της ανανεωτικής τάσης, τότε μπορώ να προχωρήσω στη διατύπωση κάποιων ενστάσεων, που δεν αφορούν στην ιδέα της διαδικασίας (το δημοκρατικό δρόμο), αλλά πάνε λίγο πιο πίσω και αναφέρονται στο ίδιο το περιεχόμενο της δημοκρατίας, και βεβαίως του σοσιαλισμού.
Κατ’ αρχήν, σχετικά με τη δημοκρατία: Νομίζω ότι η αριστερά (τουλάχιστον η ριζοσπαστική εκδοχή της, εξ ονόματος της οποίας μιλάμε) είναι αντίθετη με την ιδέα που βλέπει τη δημοκρατία ως θέσπιση του δικαιώματος έκφρασης (άρα και επιβολής της βούλησης) της εκάστοτε πλειοψηφίας. Η πλειοψηφίες δεν εκφράζουν (τουλάχιστον δεν εκφράζουν πάντα) αυθεντικά το «κοινό συμφέρον» απέναντι στη βούληση μιας κοινωνικής μειοψηφίας που το αντιστρατεύεται. Αντίθετα, για την αριστερά, η δημοκρατία συνδέεται με την κατοχύρωση των εύλογων δικαιωμάτων όχι της πλειοψηφίας, αλλά των διαφόρων μειοψηφιών που απειλούνται από την ισοπεδωτική λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, και μάλιστα όχι μόνο με την αριθμητική έννοια του όρου, αλλά και με την κοινωνική. Ας θυμηθούμε ότι η Αριστερά δεν υπερασπίζεται τα δικαιώματα των μεταναστών ως ιδιαίτερης, ευαίσθητης κοινωνικής μειοψηφίας προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει ως τέτοια, αλλά με σκοπό να αναιρεθούν όλες εκείνες οι διακρίσεις που ορίζουν τους μετανάστες ως κοινωνική μειοψηφία που χρήζει ιδιαίτερης μέριμνας. Πέραν αυτού, ας θυμηθούμε ακόμα ότι η αστική εξουσία καταφεύγει συχνά στην επίκληση του κανόνα της πλειοψηφίας, προκειμένου να αμφισβητήσει «αναφαίρετα» δικαιώματα (όπως το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, ή το δικαίωμα μιας θρησκευτικής μειονότητας να ιδρύει χώρους ελεύθερης έκφρασης των θρησκευτικών της δοξασιών) που σε μια δεδομένη συγκυρία δεν έχουν πλειοψηφική στήριξη. Στη βάση αυτής της μεταφυσικής αποδοχής της αρχής της πλειοψηφίας ως πεμπτουσίας της δημοκρατίας, εδράζεται η θέση ότι για την αριστερά, το κοινωνικό σώμα δεν απαρτίζεται από ελεύθερα διαλογιζόμενους πολίτες – απόλυτα υπεύθυνους για τις επιλογές και τις πράξεις τους, αλλά από άτομα – φορείς των πιο διαφορετικών μορφών οικονομικού και ιδεολογικού καταναγκασμού, που σχετικοποιούν, αν δεν αναιρούν απόλυτα τα όποια θεσμικά κατοχυρωμένα δημοκρατικά δικαιώματα και τις όποιες πολιτικές ελευθερίες.
Αν όμως για την αριστερά η δημοκρατία δεν εξαντλείται στη θέσπιση κανόνων δημοκρατικής πλειοψηφίας για τα πάντα, κατά μείζονα λόγο ο σοσιαλισμός (η συλλογική οργάνωση των εργαζόμενων απέναντι στους χθεσινούς εκμεταλλευτές τους, και στις δομές που τείνουν να αναπαράγουν σχέσεις εκμετάλλευσης και υποταγής) δεν μπορεί να ανάγεται στην αποθέωση της δημοκρατίας, των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Ας δώσουμε κάποια παραδείγματα:
Α. Η διεύρυνση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, ακόμα και στην πιο προωθημένη, συμμετοχική εκδοχή της, όχι μόνο δεν μπορεί να υπερβεί τη σχέση της μισθωτής εργασίας, αλλά αντίθετα, την προϋποθέτει. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, ως σύστημα διευθέτησης των διαφορών μεταξύ μισθωτών και εργοδοσίας, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τις «αξίες» της εργασιακής πειθαρχίας, τις κυρώσεις σε βάρος αυτών που την παραβαίνουν, κλπ.
Β. Η βελτίωση της οικονομικής θέσης των μισθωτών μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας ή μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών (η «οικονομική δημοκρατία», σύμφωνα με ένα παραδοσιακό λεξιλόγιο) δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην σε κάποια αποδυνάμωση των εμπορευματικών σχέσεων, δεν συμβαδίζει υποχρεωτικά με τη λογική των δωρεάν δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών της παιδείας, της υγείας, του περιβάλλοντος, κοκ, δεν ανταγωνίζεται εκ προοιμίου τη δικτατορία της αγοράς.
Γ. Τέλος, η όποια διεύρυνση των δημοκρατικών και πολιτικών ελευθεριών δεν αμφισβητεί τον πυρήνα των αξιωμάτων πάνω στα οποία εδράζεται το πλέγμα των αστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, το αστικό δίκαιο. Κι όμως, ο Μαρξ, από την εποχή των πρόχειρων σημειώσεων της κριτικής του Προγράμματος της Γκότα (1875) είχε ήδη επισημάνει την αναγκαιότητα της ρήξης με τις αρχές του αστικού δικαίου, κυρίως με τις ιδέες των «ελεύθερων πολιτών» που είναι σε θέση να συνάπτουν ανεμπόδιστα «αμοιβαία επωφελείς» εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις επιλογές τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το πιο φιλόδοξο ιστορικό εγχείρημα ανατροπής των δομών της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, η κινέζικη πολιτιστική επανάσταση, εστίασε την κριτική της στο αστικό δίκαιο και ενθάρρυνε τη δημιουργία ενός κινήματος μαζών που θα οδηγούσε σε μια έμπρακτη αμφισβήτηση του αστικού δικαίου. Η ίδια η κινέζικη πολιτιστική επανάσταση, η βίαιη είσοδος των λαϊκών μαζών στο ιστορικό προσκήνιο, με τις αντιφάσεις και τις ανεπάρκειες που φυσιολογικά θα συναντήσουμε σε ένα τέτοιο πρωτοφανή κοινωνικό πειραματισμό, δεν οργανώθηκε στο όνομα της οικοδόμησης ενός «σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία», αλλά μάλλον στο όνομα μιας ανελέητης κριτικής σε κάθε κληρονομιά του αστικού κόσμου, μιας κριτικής που γίνεται όχι από τους «ελεύθερους πολίτες» αλλά από ένα νέο υποκείμενο που εισβάλλει για πρώτη φορά στο ιστορικό προσκήνιο, και που αναζητεί ακόμα ένα προσφορότερο όνομα: τις μάζες.
Θα κλείσω αυτό το σημείωμα με μια αναγκαία τελευταία παρατήρηση: Θα ήταν λάθος αν οι αναφορές στην κινέζικη πολιτιστική επανάσταση που προηγήθηκαν να υποκαταστήσουν μια απογειωμένη συζήτηση για το σοσιαλιστικό-δημοκρατικό-ελεύθερο μέλλον με μια εξ ίσου απογειωμένη συζήτηση για το όποιο σοσιαλιστικό παρελθόν. Προσωπικά είμαι πεισμένος ότι κάθε συζήτηση για το σοσιαλισμό δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την ανάγκη να συναντήσουμε, να πολιτικοποιήσουμε και να δώσουμε προοπτική στην αντίσταση απέναντι στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα, μια αντίσταση που ευτυχώς, η δυστυχώς, υπάρχει ανεξάρτητα από μας, ίσως και σε πείσμα μερικών από μας.
Read more!

21.2.09

Σχετικά με τις αφανείς αιτίες της εξέγερσης των παιδιών

0 comments

Του Ευγένιου Αρανίτση, δημοσιευμένο σε συνέχειες στην Ελευθεροτυπία. Όλα μαζί για να μην τα ψάχνουμε. Το πρώτο μέρος δημοσιεύθηκε στις 18.01.2009, το δεύτερο στις 08.02.2009 και το τρίτο στις 22.02.2009.

Μέρος 1ο

Το κείμενο που ακολουθεί, σκοπίμως βασισμένο, ώς έναν βαθμό, σε υλικά προγενέστερων δημοσιεύσεων, φιλοδοξεί να επισημάνει, αν μη τι άλλο, πως όχι μόνον πολλοί από μας είχαμε προαισθανθεί το επερχόμενο κύμα της διαμαρτυρίας αλλά, επίσης, ότι τα σχετικά με τον «απρόβλεπτο» ή «ανερμήνευτο» ή και «προβοκατόρικο» χαρακτήρα της ανήκουν στην λανθασμένη οπτική ή στην κακοπιστία.

... Συνέχεια...

Κάθε πέντε ώρες, ίσως και πιο συχνά, πεθαίνει το τελευταίο άτομο ενός τουλάχιστον σπάνιου ζωικού είδους. Σ' αυτά τα χαμένα είδη, όπου να 'ναι, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το παιδί. Μάλιστα, η υστερία που εκδηλώνεται στους κόλπους της μοντέρνας δυτικής κοινωνίας γύρω απ' το υποτιθέμενο αίτημα φροντίδας της σωματικής υγιεινής των παιδιών, δεν αποκλείεται να ισοδυναμεί με έναν αποενοχοποιητικό ελιγμό ώστε να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι οι ενήλικοι έχουν αρπάξει απ' τα παιδιά την παιδικότητά τους. Συνειδητοποιώντας κανείς τον ολότελα άψυχο ρεαλισμό μιας ταινίας σαν το Elephant, θα μάθει κάτι που γνώριζε ήδη: ότι τα παιδιά εξαφανίζονται σταδιακά απ' τη σκηνή του δυτικού κόσμου, αφήνοντας, στη θέση τους, έναν λαό από ίσκιους.

Αυτό ήταν, ασφαλώς, αναμενόμενο. Στην εξαφάνισή του, το μοντέλο της παραδοσιακής οικογένειας συμπαρασύρει ό,τι απέμεινε απ' την παιδική ηλικία και, μαζί, τα τελευταία υπολείμματα αυθόρμητης επιθυμίας για την αυτονόητη κριτική των θεσμών που οι ενήλικοι εξακολουθούν να παριστάνουν ότι σέβονται μολονότι, ολοφάνερα, οι θεσμοί, επί της ουσίας, έχουν εκλείψει. Τα παιδιά μεγαλώνουν αποστηθίζοντας πληροφορίες, σε μια γλώσσα της οποίας οι έννοιες έχουν εκμηδενιστεί, αρχής γενομένης από τον αστερισμό των μεγάλων ιδεών -Θεός, πατρίδα, οικογένεια, αλήθεια, αγάπη κ.λπ., περιλαμβανομένου εννοείται του σχολείου, που έχει σιγήσει και αποσυρθεί υπέρ των φροντιστηρίων. Η αναζωπύρωση της συζήτησης γύρω απ' τα όρια της δυνατότητας να είσαι παιδί προδίδει ότι το νόημα που ενσαρκωνόταν σ' αυτή τη δυνατότητα έχει αποσυντεθεί. Οπου να 'ναι, θα χαθούν και τα ίδια τα παιδιά, καθώς θα θεωρούνται πλέον σαν πιστές μικρογραφίες ενηλίκων, τουτέστιν ατόμων που έχουν αποδεχτεί, μοιρολατρικά, την ανάθεση του σκέπτεσθαι στις μηχανές. Θα ψηφίζουν από τα 11, θα επιδίδονται στο σεξ απ' τα 12 και θα σπουδάζουν απ' τα 13, μόνον που δεν θα πρόκειται ούτε για ψήφο ούτε για σεξ ούτε για σπουδές αλλά για προσποιητές αναπαραγωγές στερεοτύπων συμπεριφοράς προσανατολισμένων στην αμιγή διεκπεραίωση, όπως η γυμναστική, ο περιορισμός των θερμίδων της διατροφής και η εκπαίδευση στα σήματα της τροχαίας. Κάποτε, ο ρόλος των γονέων ήταν να διδάσκουν τους δεκάχρονους να υπάρχουν ακριβώς σαν υποδειγματικοί δεκάχρονοι. Τώρα πρέπει να τους διδάξουν να επωμίζονται την ανώνυμη ατομικότητα μιας δίχως σύνορα οικουμένης όπου οι πάντες καλούνται να αποδείξουν ότι είναι εξίσου επιδέξιοι στον χειρισμό υπολογιστών και όπου η υποκειμενική ζωή, με μια λέξη η ζωή του ψυχισμού, αντικαθίσταται από ένα ευμετάβλητο πλέγμα αναγνωρισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Στο μεταξύ, αφού η σύγχρονη κοινωνία πανηγυρίζει για την απόκτηση πανεπιστημιακών πτυχίων από προικισμένους έφηβους, αντί να ανησυχεί, και αφού αγαλλιάζει στη θέα των νηπίων που αναλαμβάνουν χρέη τηλεπαρουσιαστών, αντί να φρίττει, οι δεκατριάχρονοι δολοφόνοι δεν μπορεί παρά να βρίσκονται καθ' οδόν. Και σ' αυτούς ακόμη αναγνωρίζουν έμμεσα ένα κατόρθωμα, μια και ο κερδισμένος χρόνος δεν παύει να είναι χρήμα. Αναπόφευκτα, στις ΗΠΑ ενισχύεται η τάση να προσάγονται οι ανήλικοι εγκληματίες σε δικαστήρια ενηλίκων και αυτό ειδικά αναμένεται και εδώ από λεπτό σε λεπτό. Το ζητούμενο, για τα παιδιά, είναι να εξελίσσονται, από βιολογική και νομική άποψη, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, όπως οι γέροι, απ' τους οποίους η κοινωνία ζητάει να πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα, στην καλύτερη περίπτωση με ευθανασία, ώστε να μην επιβαρύνονται οι προϋπολογισμοί των ασφαλιστικών εταιρειών. Δεν επιτρέπεται να είσαι αντιπαραγωγικός.

Ετσι, όσο πιο ισχνοί γίνονται οι δισταγμοί απέναντι στη γενική διάθεση να κριθούν τα παιδιά σαν αναλώσιμα υλικά σ' ένα παγκόσμιο πείραμα επίσπευσης των εξελίξεων, τόσο πιο δυναμικά προπαγανδίζεται ο κυνισμός σαν το φάρμακο κατά της τρυφερότητας. Η τελευταία δεν χαίρει καμίας εκτίμησης και λογοκρίνεται παντού, ενώ οι ενήλικοι φέρονται σαν να τη θεωρούν χάσιμο χρόνου. Σε αντιστάθμισμα, σκηνοθετούν, υποκριτικά, τελετές τιμητικής αποστρατείας της παιδικότητας σε κακόγουστα τηλεοπτικά σόου, όπου η λατρεία του μωρουδίστικου κιτς ατενίζει τολμηρά τον οπερατέρ. Επομένως δεν είναι άξιον απορίας ότι πληθαίνουν τα πιο απίθανα μέτρα πολιτικά ορθής μέριμνας ούτως ώστε να προστατεύονται πάντοτε τα παιδιά ως πολίτες και ποτέ η παιδικότητα, της οποίας η βαθύτερη, μυστική αλήθεια είχε ανέκαθεν σύμμαχο την τεμπέλικη κλίση στον ρεμβασμό, απ' όπου η δική μου γενιά (η τελευταία) πρόλαβε να αντλήσει την αίσθηση των διακυμάνσεων του εσωτερικού χρόνου. Οι διακυμάνσεις εκείνες υπολογίζονται πλέον σαν αναχρονισμός και τα παιδιά γαλουχούνται στην ακαριαία «επικοινωνία» μέσω των SMS και των ψεκασμών αδρεναλίνης.

Με τη σειρά της, η γειτονιά εξαφανίστηκε, οι αλάνες σώζονται σαν ντεκόρ του περασμένου αιώνα και η φιλία τείνει να συμπέσει με τη βαθμολόγηση των στιγμιαίων επαφών μέσω Διαδικτύου. Παράλληλα, τα παιδιά έπαψαν να μαθαίνουν, στα σχολεία, τι σημαίνει μάθηση. Απαντώντας πριν σκεφτούν, έπαψαν να σκέφτονται. Φυσικά, η ηθική δήθεν αντιπαλότητα ανάμεσα στη λογική της εκπαίδευσης και στα πρότυπα ψηφιακής διασκέδασης που κυριαρχούν είναι εκατό τοις εκατό πλαστή. Σχολείο και ηλεκτρονική ψυχαγωγία συνεταιρίζονται στην κοινή περιφρόνηση του χρόνου, που καθίσταται εμπόδιο και πρέπει να παρακαμφθεί ή να κονιορτοποιηθεί σε αμέτρητα μικροκαθήκοντα εξοικείωσης με τον τρόμο της ρευστότητας. Ενημέρωση και βιντεοπαιγνίδι συγκροτούν το ίδιο μέτωπο στη μάχη υπέρ της αποστήθισης. Παντού επικρατεί ένα κλίμα υποτονικού πολεμικού πανικού. Εξειδίκευση και θεάματα, αθλητισμός και διαφήμιση, εθελοντισμός και στατιστική, κινητή τηλεφωνία και λατρεία της συναίνεσης, σεξουαλική απελευθέρωση και συλλογική απάθεια, επαγγελματικός προσανατολισμός και χημικό ντοπάρισμα, multiple choice και καλλιέργεια των ανακλαστικών για την κεραυνοβόλο ανταπόκριση στις αμέτρητες εφήμερες μόδες, όλ' αυτά είναι όψεις μιας κοινής φυγόκεντρου: τα παιδιά εξορίζονται όσο μακρύτερα γίνεται απ' τον «μεταφυσικό» πυρήνα της παιδικής ηλικίας. Η παλιά, ειρωνική υπεροχή της ευαισθησίας τους έναντι εκείνης των ενηλίκων έχει βουβαθεί• αποζημιώθηκε με την ίδρυση της Βουλής των Εφήβων.

Θα μπορούσε, άραγε, κανείς να αναρωτηθεί για το πού βρίσκεται σήμερα η παιδική ηλικία που αφαιρέθηκε απ' τα παιδιά; Η απάντηση είναι ότι την κρατούν οι ενήλικοι υποθηκευμένη στο βάθος ενός πένθους που δεν συντελέστηκε, δηλαδή του πένθους για τη δική τους παιδική ηλικία, η οποία πέρασε κατευθείαν στη λήθη πριν ωριμάσουν οι συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσαν να την κατανοήσουν και να την αποχωριστούν. Οι συγκινήσεις έμειναν αδιευκρίνιστες, οι συγκρούσεις πάγωσαν μπροστά στην ανέφικτη συμμόρφωση προς τον αιωνίως εκπρόθεσμο εκσυγχρονισμό της τεχνολογίας και των ηθών• απότομα, ο κόσμος κατοικήθηκε αποκλειστικά από καταναλωτές. Οι παλιές εφηβικές επαναστάσεις ματαιώθηκαν με τρόπο που δεν ευνόησε την αντήχησή τους στο σύμπαν των αναμνήσεων και οι ντουλάπες γέμισαν σκελετούς. Ξαφνικά, όλα άρχισαν να μοιάζουν πρόωρα και συνάμα καθυστερημένα, φουτουριστικά και συνάμα παλιομοδίτικα. Το δοκιμαστικό ζύγισμα των σχέσεων με τους γονείς, ο ίλιγγος των πολιτισμικών καινοτομιών και η ορμητική εισβολή ενός πρωτόγνωρου μοντέλου «λειτουργικής»/«δυσλειτουρ
γικής» οικογένειας, όλ' αυτά παίχτηκαν στην κόψη μιας στιγμιαίας ευφορίας και κατόπιν σαρώθηκαν εν μιά νυκτί από την κατάθλιψη και το άγχος των «προκλήσεων» της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης.

Ηταν μια μεταβατική εποχή που δεν είχε προηγούμενο. Οι άνθρωποι διδάχτηκαν την Ιστορία από την τηλεόραση. Αυτή τους έσπρωξε στο σημείο φυγής όπου, έκτοτε, η σχέση τους με τη φύση διαμεσολαβείται απ' τον τουρισμό και την οικολογία. Τους έπεισε ότι η άμεση επαφή με άλλα ανθρώπινα όντα είναι μολυσματική, τους έδειξε τη νέα γενιά φορητών συσκευών που θα αντικαθιστούσαν την εμπειρία, τους μίλησε για τον επανασχεδιασμό του σώματος και τους πρότεινε να ξεφορτωθούν τους ρυθμούς του παρόντος περνώντας διά μαγείας στο μέλλον μιας βάναυσης, ηθικής αρχαιότητας, ένα είδος προφητικού υπερσυντέλικου όπου οι δεινόσαυροι δικαιούνται τάχα τη συμπάθεια. Τώρα, οι άντρες και οι γυναίκες, μην έχοντας προλάβει να μεγαλώσουν, παίζουν με τα αυτοκινητάκια τους, με τα καλλυντικά και τα γκάτζετ, με τις τιμές του χρηματιστηρίου και τα τεστ εγκυμοσύνης, στερούμενοι και στερούμενες οιασδήποτε κριτικής αντίληψης του τι προηγήθηκε και τι έπεται. Κλέβουν την παιδική ηλικία των παιδιών τους ώστε να τη χρησιμοποιήσουν σαν ασπίδα της δικής τους αποτυχημένης ενηλικίωσης και τα συμβουλεύουν να οραματιστούν έναν κόσμο που θα βγει απ' τον σωλήνα χάρη στο χάπι του οργασμού. Ο χρόνος γίνεται η διαρκής προεξόφληση ενός δανείου που όλοι χρωστούν ενώ κανείς δεν εισέπραξε, το δε σύστημα απευθύνει στους νέους εκκλήσεις να μάθουν να τον αντιμετωπίζουν σαν το βασικό απόβλητο. Ασφυκτιώντας από την έλλειψη αυτού ακριβώς του χρόνου, τα παιδιά ακούν ξανά και ξανά ότι εκείνο που τους λείπει όχι μόνον δεν είναι σημαντικό αλλά πρέπει να το συγκρίνουν με το σκουπίδι που μένει μετά τη χρήση της ζωής ως καταναλωτικού αγαθού. Δοξάζεται και εδώ η ανακύκλωση.

Παραμένει, άρα, αδύνατον να είσαι παιδί στ' αλήθεια όταν οι πάντες φέρονται σαν παιδιά. Σ' αυτή την απόσυρση της αλήθειας απ' το προσκήνιο, δηλαδή της αυθεντικότητας των βιωμάτων, των πεποιθήσεων και της γλώσσας, όπου εξάλλου θεμελιώνεται η επιτυχία της τηλεόρασης, πόσω μάλλον των πιο εξελιγμένων μέσων «επικοινωνίας» και «ενημέρωσης», τα παιδιά θα απαντούσαν (όπως και απάντησαν) με μιαν άνευ προηγουμένου δυσφορία, την οποία είχαν συνηθίσει να κρύβουν στα βάθη της βαρεμάρας και της ανορεξίας. Ούτε καν η αλήθεια της αφέλειας δεν τους επιτρεπόταν, αφού η αφέλεια είχε πάψει να αντιπροσωπεύει την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε παιδιά και ενήλικους• ομολογουμένως, ποτέ η ενήλικη αφέλεια δεν είχε κληθεί να παίξει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στο πεδίο της εξουσίας και της δημοσιότητας.

Λένε πως όλα τα μωρά, λίγο πολύ, μοιάζουν το ένα στο άλλο, όμως σήμερα, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, που θα πει πως η νηπιακή συγγένεια των χαρακτηριστικών του προσώπου υποχωρεί, είναι οι πατεράδες εκείνοι που αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους, από την άποψη ότι μένουν ομοιόμορφα αθέατοι. Γρήγορα κατάφεραν να εξασφαλίσουν συνθήκες, επαγγελματικές ή άλλες, που τους απαγόρευαν να διασταυρώνονται με τα παιδιά τους, εκτός κι αν αυτά παρέλαυναν σαν ωραία δείγματα DNA στις σχολικές γιορτές. Την ώρα που οι φιλόσοφοι και οι ψυχαναλυτές θρηνούσαν για την εξαφάνιση του Πατέρα ως κυρίαρχου θεσμικού και ιστορικού υποκειμένου, ο κάθε φυσικός πατέρας ήταν κιόλας εξαφανισμένος, έχοντας αφήσει, ένοχα, στη θέση του την πιστωτική κάρτα. Συνεπώς, το να μιλάμε για μονογονεϊκές οικογένειες, αναφερόμενοι σ' ένα στατιστικό δεδομένο, αποδεικνύεται παραπλανητικό, άπαξ και οι οικογένειες κατέληξαν ουσιαστικά μονογονεϊκές στο σύνολό τους, με τον πατέρα να περιορίζεται σ' ένα απρόσωπο σημείο αναφοράς των οικονομικών διευθετήσεων. Μοναδική του αγωνία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι η εκμετάλλευση των ευκαιριών ώστε να απομακρυνθεί απ' τον συναισθηματικό πυρήνα της οικογένειας ακόμη περισσότερο, παύοντας να βλέπει εκείνο που ενσαρκώνουν οι διπλανοί του: δηλαδή την αδιάψευστη υπενθύμιση της αποτυχίας του να συνδεθεί σε βάθος.

Μια και δεν είναι πάντα εύκολο για τον δότη σπέρματος, τον φερόμενο ως πατέρα, να απέχει από το οικογενειακό διαμέρισμα με κάποιο πρόσχημα, εσωτερικεύει την απόσταση και αγκυροβολεί μπροστά στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή, δίνοντας στο παιδί του το παράδειγμα μιας ζωής που λυτρώνεται απ' τις δυσκολίες του Λόγου μέσω του σημείου φυγής, στις οθόνες. Οχι λιγότερο αλλοτριωμένες, οι μητέρες διασκεδάζουν την απογοήτευσή τους καθρεφτιζόμενες στα γυναικεία έντυπα και απολαμβάνοντας τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι άντρες;» ή «Συνδυάστε καριέρα και οικογένεια». Οσο για τη στοργή, που κάποτε τις έκανε τόσο αγαπητές, τώρα, αφού προσπάθησαν τολμηρά να γίνουν άντρες οι ίδιες κι αφού το μισοκατάφεραν μιμούμενες τη χειρότερη πλευρά εκείνων, νιώθουν την έλλειψη διαφοράς να παγώνει τα σεντόνια.

Επομένως, δεν έχει νόημα να αναρωτηθούμε πού κρύβονται οι πατεράδες. Κρύβονται εκεί ακριβώς που τους βλέπεις: στον ορίζοντα των συμβάντων της επαγγελματικής ρουτίνας, προέκταση της οποίας αποτελεί η «ψυχαγωγία» ως τόπος όπου αθροίζονται τα «must» και οι ανακλαστικές συμπεριφορές πέριξ των καταναλωτικών καθηκόντων. Για παράδειγμα, τι πιο επαγγελματικό απ' τις διακοπές, όπου το κύριο μέλημα είναι η εκμετάλλευση του χρόνου και η ταχεία σάρωση των τοπίων της υπαίθρου εν είδει τηλεοπτικών αποζημιώσεων για τη ζωή σε μια πόλη που κατάντησε αφόρητη; Θα 'ταν ανόητο να αρνηθούμε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν μιαν αβέβαιη αλλά ζωηρή και επώδυνη αντίληψη αυτού του δράματος• αν και δυσκολεύονται να την εκφράσουν, τα ταλαιπωρεί δραματικά. Ξέρουν ότι έχουν γεράσει πρόωρα και, στο λυκόφως της πατρότητας απ' την οποία παραιτήθηκαν οι πατεράδες τους, μαθαίνουν διαισθαντικά ότι ο επαγγελματισμός και το κυνήγι των επιδόσεων έχουν εισβάλει στην ιδιωτική ζωή καθιστώντας την τρόπον τινά δημόσια, για να μην πούμε και για την αλλοτρίωση του βλέμματος που συνεπάγεται το φάσμα των φαινομένων τα οποία παράγονται από την παντοκρατορία της κάμερας. Μοιραία, η ονειρική γεωγραφία του σπιτιού εξουδετερώνεται απ' τη λογική των ριάλιτι, ενώ κάθε μετακίνηση διά μέσου του σκηνικού της πόλης πείθει ότι είναι κι αυτό, με τη σειρά του, ένας λαβύρινθος από κόμβους και προσβάσιμες διευθύνσεις, σαν το Διαδίκτυο. Ο,τι στήριζε παλιά την εμπράγματη έλξη για το μυστήριο της φύσης, πάγωσε κάτω απ' την πινακίδα του οικολογικού προστάγματος.

Ετσι, και προκειμένου να επιβιώσουν, τα παιδιά και οι έφηβοι αρχίζουν, αργά ή γρήγορα, να συναγωνίζονται τους γονείς, εφόσον οι τελευταίοι δείχνουν να θεωρούν τον ανταγωνισμό σαν τη μοναδική διαθέσιμη γλώσσα. Αυτό διευκολύνει τη φυγή των γονέων. Η αμηχανία που προκαλείται απ' το πλήθος των ανεκπλήρωτων συναισθηματικών οφειλών απέναντι στα παιδιά, επιφέρει την παράλυση και των πιο στοιχειωδών χειρονομιών θέρμης και γενναιόδωρης προσφοράς. Για να την αντισταθμίσουν, γίνονται υπερκινητικοί. Από τη θέση κάποιου που κινείται πάνω κάτω τηλεφωνώντας και διαπραγματευόμενος επαχθείς συμβιβασμούς, εκπαιδεύουν τον εαυτό τους να κοιτάζει τα παιδιά δίχως να τα βλέπει και δίχως να τα ακούει, ενώ η κακή τους διάθεση παρακάμπτει διαρκώς, μέσω αντιπερισπασμών, τη διάχυτη υποψία ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικά αν οι άνθρωποι, αντί να πληκτρολογούν, συζητούσαν.

Εντούτοις, το αναπάντητο αίτημα των παιδιών για κάτι που μένει εκτός κατανόησης και που καθησυχάζεται προσωρινά με το να «επιλέγουν» καταναλωτικά δολώματα ή εντολές στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου είναι ευδιάκριτο κατά τη διάρκεια όλων των επεισοδίων βίαιης αντίδρασης στην ανία της εκπαίδευσης. Περισσότερα, στο επόμενο.


Μέρος 2ο

Τα παιδιά είναι οι αγρότες της πόλης. Τους έχει ανατεθεί να καλλιεργούν τα σκουπίδια, το βασικό προϊόν του αστικού πολιτισμού. Ο Ιούνιος κι ο Σεπτέμβρης παραμένουν αφιερωμένοι στη συγκομιδή. Η Σελήνη στη γέμιση.

Αυτό εξάλλου περιγράφει τη μοίρα όλων μας και ελάχιστα αντιβαίνει προς το συμπέρασμα ότι η κοινωνία, συνολικά, παλιμπαιδίζει. Κατ' ουσίαν: α) τα αγροτικά προϊόντα, που υποβαθμίστηκαν σε σκουπίδια και που οι αγρότες τα σκορπούν επιδεικτικά μπροστά στις κάμερες για να δείξουν ότι η τιμή τους πλησίασε το μηδέν, και β) τα κοινά σκουπίδια που παράγει η κοινωνία καθημερινά, διοχετεύοντάς τα στις χωματερές, διαφέρουν ελάχιστα.

Πριν από τριάντα μόλις χρόνια, όταν το πλαστικό αποτελούσε ακόμη εξαίρεση, ήταν ακριβώς τα σκουπίδια (όπως και τα λύματα των βόθρων) που χρησίμευαν για να λιπανθούν τα δέντρα και τα λαχανικά τα οποία, με τη σειρά τους, θα ευδοκιμούσαν για να πουληθούν και να φαγωθούν κατόπιν μαγειρικής επεξεργασίας, αφήνοντας πίσω ένα ελάχιστο ίχνος, κουκούτσι ή φλούδι ή ρίζα, και το ίχνος επανεισαγόταν στον κύκλο της οικιακής οικονομίας, με δυο λόγια στον λάκκο με τα σκουπίδια, όπου θα ζυμωνόταν από τη φύση το λίπασμα της επόμενης χρονιάς. Τώρα, τα σκουπίδια δεν λιώνουν, αλλά γίνονται αυτά αντικείμενο χημικής επεξεργασίας, ενώ τα δέντρα καρποφορούν σκουπίδια. Η ευκολία και συχνότητα με την οποία οι χωματερές καταπίνουν τόνους πορτοκαλιών ή ροδακίνων δείχνει ότι οι όροι αντιστράφηκαν κι ότι το απόβλητο είναι πια ο ίδιος ο καρπός: αντί το περιττό να εισάγεται στη ρίζα ενός κύκλου ώστε να πυροδοτήσει την ανανέωση της πολυτιμότητας, πολυτιμότητα και περιττό συγχωνεύονται κατευθείαν.

Ξέρουμε δηλαδή πως το «κουκούτσι» του πράγματος, εκείνο που δεν τρωγόταν, ήταν κάποτε ιερό, κάτι σαν πεμπτουσία ή σύμβολο της πυκνότητας της ύπαρξης: αν οι θεοί το έδιναν ως ένα μη καταναλώσιμο αντικείμενο, ήταν επειδή το προόριζαν να ταφεί και να καρποφορήσει. Σήμερα, το φρούτο, όπως και η γνώση, παρουσιάζεται, ολόκληρο, σαν ένα συμπαγές φύραμα του καταναλωτικού κύκλου, μια στερεοποιημένη ιδέα της παλαιάς γεωργικής αφθονίας χωρίς γεύση ή αξία ανταλλαγής, μόνον με τα έντονα χρώματα που ευνοούν την άσκηση οπτικής γοητείας και συνάμα επέχουν θέση σήματος κινδύνου για την ανακύκλωση της συσκευασίας, διατροφική και οικολογική. Αν μια φορά κι έναν καιρό η γνώση οργανωνόταν π.χ. γύρω απ' τον άξονα μιας ιστορικής χρονολογίας (αυτό ήταν το σημαντικό, διότι αντιστεκόταν στην απομνημόνευση), τώρα η χρονολογία, ο γυμνός αριθμός, έγινε το βασικό στοιχείο εστίασης, η καθαρή πληροφορία, το φετίχ μας: κρατάμε πλέον αυτό που είναι κατ' εξοχήν για πέταμα.

Ως εκ τούτου, τα δέντρα, μεταφορικά μιλώντας, δεν ριζώνουν πουθενά. Και ιδού πώς εξηγείται η απάθεια της πλειονότητας των Αθηναίων όταν τα συνεργεία του δημάρχου επιτίθενται για να τα εξαφανίσουν. Οι Αθηναίοι είναι εκείνοι που πρώτοι εγκατέλειψαν τις καλλιέργειες για να συμβάλουν στον υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας, στρατολογημένοι στην κανιβαλική υπερανάπτυξη μιας πόλης προσφύγων, όπου, στο εξής, θα ζουν με την ενοχή για το ότι άφησαν τα πνεύματα των δέντρων να πεθάνουν από μαρασμό.

Η ίδια ανθρωπολογική μετάλλαξη παράγει συμπτώματα σαν την αδιάφορη ανοχή των δημοτών προς την παλινόρθωση του καμένου τηλεοπτικού δέντρου των Χριστουγέννων, πάνω στο οποίο τα παιδιά κρέμασαν τελικώς «αληθινά» σκουπίδια, γελοιοποιώντας, στη νιοστή, το σύμβολο μιας νεκρής χλωρίδας που έγινε σκουπίδι η ίδια. Εξαντλώντας την αλληγορική σημασία της έννοιας του φυτικού, το δέντρο μετατράπηκε σε έμβλημα της ηθικής και πνευματικής λοβοτομής ενός λαού που καταναλώνει τελετουργικά, απλώς και μόνον διότι αυτό απαιτεί η ημερολογιακή σύμβαση. Κάτι σαν τις εξετάσεις του λυκείου, για τις οποίες κάποιος χέστηκε. Ή σαν τις άοσμες και ρηχές, τις μονοκόμματες, τις μονομερώς απομνημονεύσιμες και δίχως αντίλαλο απαντήσεις που ζητούν οι εξεταστές των Πανελληνίων για να εφαρμόσουν επάνω τους σταθερά και στεγνά προδιαγεγραμμένες τιμολογήσεις, σαν κωφάλαλοι ή τυφλοί. Αυτό που τίθεται στη ριζική υποδοχή του γνωστικού δέντρου είναι το ίδιο το σκουπίδι μιας καρποφορίας που λιπαίνει τον εαυτό της ματαίως.

Εν ολίγοις, σκουπίδι είναι το κάθε τι για το οποίο επιτρέπεται να πούμε πως έχασε το περιεχόμενό του ή, πιο σωστά, το νόημα που μετέφερε μέχρι προ τινος, εφόσον το νόημα ισοδυναμεί με το συναισθηματικό και λογικό περιεχόμενο κάθε πράγματος που γίνεται αντιληπτό. Αυτό δεν αφορά αποκλειστικά τις χρονολογίες στο μάθημα της ιστορίας, ούτε τα ντεσού της «ενημέρωσης» για όσους πεθαίνουν τάχα από επιθυμία να μάθουν αν αυτή τη στιγμή χιονίζει στο Οσλο ή αν το τσιγάρο Silk Cut της κατηγορίας μοβ, περιέχει όντως 7 δέκατα του μιλιγκράμ νικοτίνη. Ο καθένας μας ξέρει, φέρ' ειπείν, πως ο χαρακτηρισμός σκουπίδι αρμόζει στο 90% των όσων μας περιβάλλουν ως κτίσματα ή των όσων τρώμε• τέλος, το 90% των όσων προβάλλει η τηλεόραση, πιθανόν το 95%, αν συμπεριλάβουμε τα δήθεν έγκυρα επιστημονικά ντοκιμαντέρ που δεν μεταφέρουν άλλο μήνυμα απ' το ότι ο Homo sapiens συγγενεύει στενά με τον πίθηκο. Όσο στενότερη η συγγένεια -θα το παρατηρήσατε!- τόσο πιο χαρούμενοι οι επιστήμονες. Οπως η παιδεία και η αγροτική ζωή, η τηλεόραση είναι η χωματερή του ίδιου του προϊόντος της, ακαριαία μετατροπή μιας τρελής καρποφορίας, που δεν μπορεί να χωνευτεί, σε πρώτη ύλη, που δεν μπορεί να καρποφορήσει.

Το ανάλογο ισχύει προφανώς για τις μόδες, την πολιτική, τον αθλητισμό, τη διασκέδαση και τη θρησκευτικότητα.

Δεν είναι άρα συμπτωματικό, εκτός κι αν οφείλεται ίσως σε κάποια σκηνοθετική ειρωνεία της τύχης, το ότι η μαζική διαμαρτυρία της αγροτικής τάξης με την κατάληψη των μεγάλων οδικών αρτηριών ακολούθησε τις ταραχές της εξέγερσης των παιδιών, σαν η άλλη της όψη. Οι αγρότες, όπως και τα παιδιά στο επίπεδο της εκπαίδευσης, αρνούνται να εξακολουθήσουν να επενδύουν σε σκουπίδια. Το αν ο χαρακτηρισμός δικαιολογείται από την κατακόρυφη πτώση της τιμής των οπωροκηπευτικών ή απ' το γεγονός ότι τα τελευταία έχουν γεύση μηδέν, λίγο μετράει, αφού πρόκειται για δύο εκδηλώσεις της ίδιας νομοτελειακής απαξίωσης.

Ετσι, υποχρεωτικά, στο κείμενο που ακολουθεί και προκειμένου να γίνει σαφές το σκεπτικό του, θα μιλήσω για τα κάθε είδους σκουπίδια αυτών των δύο κόσμων ανάμεσα στους οποίους ενηλικιωνόμαστε και γερνάμε: το μυθιστόρημα μιας υπαίθρου που σαπίζει και το αφήγημα μιας παιδείας που δεν καρπίζει• θα μιλήσω επομένως για τα σχολικά βιβλία και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς, για τα δεκαπενταμελή και για τους εμπρησμούς στις δασικές εκτάσεις, τέλος για την πολιτική των επιδοτήσεων και για την πυρπόληση των κάδων στα οδοφράγματα, η οποία, κατά τη γνώμη μου, σίγουρα διαφορετική από εκείνη της πλειονότητας των αρθρογράφων και αναλυτών, δεν οφείλεται μόνον σε οργή, σε μίσος, στο πάθος του εντυπωσιασμού ή στην πρόνοια για μιαν αυτοσχέδια χημική άμυνα απέναντι στα δακρυγόνα αλλά, κυρίως, σ' ένα μισοσυνειδητοποιημένο ξέσπασμα αγανάκτησης κατά του εμπορεύματος (αστικού, αγροτικού, εκπαιδευτικού, ψυχαγωγικού κ.λπ.) που κατάντησε ρύπος.

Θα αποδειχτεί, ελπίζω, ότι ο στόχος του παραλληλισμού συνεισφέρει σε κάτι βαθύτερο και πιο ανησυχητικό από μια χιλιοστή επαλήθευση του νόμου δράσης/αντίδρασης. Ναι μεν σπέρνουμε ό,τι θερίζουμε, για να το διατυπώσουμε στη γλώσσα των παροιμιών, αλλά εδώ ισχύει επίσης ότι δεν σπείραμε εξαρχής δηλητήριο -όχι, η τέχνη δεν ήταν πάντοτε σκουπίδι, η πνευματικότητα δεν ήταν ανέκαθεν εμπόρευμα, η γλώσσα δεν ήταν εξαρχής χωρίς σημασιακές αντηχήσεις. Μέχρι προχτές, η μουσική πρόσφερε ερμηνείες της ίδιας της της απόλαυσης, η λογική επέφερε πρακτικές συνέπειες, το σινεμά εξυφαινόταν σαν το όνειρο μιας πόλης τη νύχτα και η σχολική περιπέτεια, παρά τις βλακώδεις επαρχιώτικες και εθνικοπατριωτικές της προκαταλήψεις, έμοιαζε να συνδέεται με κάποιο εμπειρικό αντίκρισμα, εντοπίσιμο μέσα στην καθημερινή ιστορία των κοινοτήτων.

Το σεξ αναφερόταν σ' ένα μυστήριο.

Και οι γεύσεις ήταν γεύσεις. Και, ώρες ώρες, τα αστέρια του καλοκαιριού έσκαγαν σαν ένα πυροτέχνημα σ' έναν απρόσιτο χάρτη οιωνών και ερωτικών ελπίδων, ενώ οι διάσημοι δεν γίνονταν τέτοιοι απλώς επί τη εμφανίσει• ακόμη και τα φαντάσματα, στις εγκαταλελειμμένες αγροικίες, αποκτούσαν τη φήμη τους μετά από επισκέψεις αιώνων. Ξεχώριζες, εύκολα την καλοσύνη απ' την κακία, την ευφυΐα απ' την ανοησία, την αγωνία των διακοπών απ' το άγχος της εργασίας, ξεχώριζες το ιδιωτικό απ' το δημόσιο, το αρσενικό απ' το θηλυκό, τις νέες γυναίκες απ' τις γερασμένες. Ξεχώριζες τη ζωή απ' την επιβίωση, τη μίμηση απ' την απομίμηση, το πρωτότυπο απ' το αντίγραφο, την τεχνολογία απ' την επιστήμη, τη ζωγραφική απ' τη διαφήμιση, τη γνώση απ' την πληροφορία και τη χρήση απ' τη διαχείριση. Ξεχώριζες τη σκέψη απ' την υπολογιστική ικανότητα των μηχανών.

Και ξεχώριζες το χρήσιμο απ' το εύχρηστο. Και ήταν άλλο η γεωργία και άλλο η εκμετάλλευση της γης.

Και πανεύκολα μπορούσες να διακρίνεις την αντίθεση μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης.

Αν η παιδεία ισοδυναμούσε με τη μύηση του ατόμου στην ικανότητα να ανήκει σ' ένα σκεπτόμενο σύνολο και αν η εκπαίδευση αντιστοιχούσε στην επαγγελματική ενασχόληση με τα ζώα του τσίρκου, το πασιφανές γεγονός ότι σήμερα αυτά τα δύο συγκλίνουν, για να μην πούμε ταυτίζονται, εγκαινιάζει τη σκηνή όχι ενός πολέμου, όπως πιστεύουν οι «αγανακτισμένοι πολίτες», αλλά μιας γιγάντιας κοινωνικής και ηθικής χωματερής όπου και οι ίδιοι τρέφονται με αυτό που παράγουν, δηλαδή με απόβλητα. Θυμίζω τη σχέση κατανόησης και χώνεψης όπως καταγράφεται στο αγγλικό ρήμα digest -αφομοιώνω, μαθαίνω σε βάθος. Τώρα χωνεύουμε το ίδιο μας το έντερο. Μήπως η νόσος των τρελών αγελάδων δεν αναπτύχθηκε πάνω στην κατάχρηση της διατροφής των ζώων με τα ίδια τους τα αλευροποιημένα πτώματα; Παρομοίως, αγροτική ζωή και παιδεία εμφανίζονται αντεστραμμένες: η πέψη εκκινεί όχι απ' την εισαγωγή της τροφής αλλά απ' την επαναπαροχέτευση της αφόδευσης.

Αραγε, ολόκληρη η σφαίρα της συσκευασμένης γνώσης των multiple choices, όπου η σκέψη αποσυντίθεται και κρυσταλλοποιείται, δεν είναι ένας χώρος υγειονομικής ταφής; Θα υπερέβαλλε μήπως κανείς υποστηρίζοντας ότι η πληροφορία είναι η γνώση μείον τη σκέψη; Οταν ο Γιώργος Παπανδρέου εμφανίζεται στη Βουλή κραδαίνοντας το προτεινόμενο μαγικό του e-book, τι άλλο κραδαίνει αν όχι το κλειδί ή το κάτοπτρο ενός μέλλοντος όπου οι ψηφοφόροι θα σκέφτονται με όρους εξυπηρέτησης πολυκαταστήματος ετοιμοπαράδοτων γνωστικών ανακλαστικών; Εξαρτημένων ή όχι, δεν χρειάζεται να το διευκρινίσω. Χαράς ευαγγέλια για τη σοσιαλδημοκρατία• είχε από γεννησιμιού της πολλά προτερήματα, αλλά η λατρεία του σκέπτεσθαι ουδέποτε υπήρξε ένα απ' αυτά.

Οντως, η κοινωνική πραγματικότητα δεν ήταν πάντοτε διαβρωμένη από το φαντασιακό των ΜΜΕ• μάλιστα, η δική μου γενιά είχε το κακό προνόμιο, πάντως προνόμιο, της γνωριμίας και με τους δύο κόσμους, τον πριν απ' την «επικοινωνιακή» έκρηξη κι εκείνον που την ακολούθησε -μια καμπή που μπορεί να σκιαγραφηθεί, χοντρικά, σαν ο μεγάλος αλλά ηθικά ανεπαίσθητος κραδασμός της δεκαετίας του '70. Ομολογουμένως, αυτό το πλεονέκτημα, αυτή η δυνατότητα εκτίμησης του μεγέθους της παρακμής επί τη βάσει ενός ιστορικού μέτρου σύγκρισης είναι κάτι που η γενιά των εφήβων, σήμερα, στερείται. Γαλουχημένη από μηδενική αφετηρία με τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, μπροστά στις οθόνες, μακριά απ' τους διαρκείς συγκινησιακούς αυτοσχεδιασμούς της γειτονιάς, δίχως Θεό και ηρωικές ψευδαισθήσεις, περιορίζεται σε διαισθαντικές υποψίες εκείνου που οι μεγαλύτεροι αφήνουν να εννοηθεί.

Ετσι, κάτι που ανήκει στο φάσμα των μύχιων στεναγμών της ζωτικής ανάγκης για αλήθεια, την ωθεί να συλλάβει, ας πούμε, το ρίγος της διαφοράς ανάμεσα στο σινεμά και στην τηλεόραση• νιώθει ότι το εμπειρικό ανάγλυφο μιας ταινίας δεν είναι διόλου ανεξάρτητο απ' το πού και πώς η τελευταία προβάλλεται. Αισθάνεται επίσης ότι τα σπορ είχαν κάποτε μιαν αίγλη ανεξάρτητη της ακροαματικότητας, μιαν εσωτερικευμένη ένδοξη διάσταση που σχετιζόταν με την παρθενική αφέλεια της τιμής των όπλων. Ολ' αυτά συνυπάρχουν σαν συνειδησιακά ίχνη του ψυχισμού των παιδιών και γεννούν απορίες μέσα στα κύματα μιας αβεβαιότητας για την οποία οι ενήλικοι τα μέμφονται, κρυμμένοι πίσω από πολυσέλιδα διαφημιστικά φουσκωτών ή 4Χ4 και μεταμφιέζοντας αδέξια τη δική τους απελπισία σε αναίτια κινητικότητα, της οποίας τα ζοφερά ψυχοσωματικά επακόλουθα απωθούν και μετατρέπουν σε νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος ή σε ξένα σώματα στο συκώτι.

Εντούτοις, η λεγόμενη νέα γενιά είναι ακόμη εξαιρετικά ανθρώπινη για να της κρύψουν ότι την ταΐζουν σκουπίδια -το αντιλαμβάνεται και επαναστατεί. Εξακολουθεί να διατηρεί μιαν αόριστη αίσθηση του ότι η σβέση, μέσα στη νεωτερικότητα, της σημασίας των πραγμάτων ήταν σταδιακή• επιπλέον, καταλαβαίνει ότι αυτή η σβέση επιταχύνεται κι ότι τα περιθώρια συμμετοχής στην αυθεντική εμπειρία ελαχιστοποιούνται. Καταλαβαίνει ότι το μήλο δεν μπορεί να ήταν συμπιεσμένο αλεύρι ήδη από την εποχή της Εύας κι ότι πρέπει να μεσολάβησε μια περίοδος λυκόφωτος, η εξάχνωση εκείνου που τα βιβλία αναγνωρίζουν σαν Ιστορία.


Μέρος 3ο

Αυτό είναι το σημείο καμπής, όπου η μετανεωτερική κοινωνία, έχοντας φτάσει στο τέλος της, παραδόθηκε αμαχητί στον πειρασμό του ναρκισσισμού, ο οποίος, είναι γνωστό, αναπτύσσεται σε κάθε ιστορικό επίλογο.

Καθρεφτίστηκε μελαγχολικά στον εαυτό της και, αυτό κάνοντας, αναγνώρισε την εποποιία των σκουπιδιών -το είναι της. Εκδήλωσε κάποιες τύψεις για τους τόνους των πυρηνικών και χημικών αποβλήτων που άδειαζαν οι εταιρείες στα ποτάμια της Αφρικής και επέβαλε στους ηθοποιούς του Χόλιγουντ την υποχρέωση να υιοθετούν παιδάκια από τις σπαρασσόμενες χώρες της διακεκαυμένης ζώνης• ο Μπραντ Πιτ και η Αντζελίνα Τζολί θέλουν ή έχουν 14 -να τους ζήσουν! Φαγητό, κακά, νάνι, φημισμένα ιδιωτικά σχολεία, τι άλλο να προλάβουν οι δύο στοργικοί γονείς; Ας ελπίσουμε ότι υπάρχουν αρκετοί οικιακοί βοηθοί για να κατεβάζουν τα σκουπίδια.

Ολόκληρη η Δύση ψεκάζει με αποσμητικά. Τα σκουπίδια είναι τώρα γι' αυτήν το μείζον αντικείμενο αγάπης/μίσους, είναι ο αφρός της, ποθητός και συνάμα πανταχού παρών, διαφιλονικούμενος κι εντούτοις δωρεάν. Η καταναλωτική κοινωνία λειτουργεί λες και η σταθερή ημερήσια παραγωγή σκουπιδιών συνιστά το βασικό της κίνητρο και συνάμα τον μηχανισμό της εθιμοτυπίας της. Παγκοσμιοποίηση ήταν η μετατροπή του πλανήτη σε απορριμματοφόρο, για να μην πούμε και για τα διαστημικά σκουπίδια στη στρατόσφαιρα. Οι Αμερικάνοι πετούν, καθημερινά, στα σκουπίδια δέκα εκατομμύρια αναπτήρες• όμως, στον κόσμο της ολικής αντιστροφής, δηλαδή στον κόσμο μας, αυτό είναι απλός αναχρονισμός: απεναντίας, κακόγουστα σκουπίδια από τιτάνιο και πλατίνα αξίας διακοσίων χιλιάδων δολαρίων φιγουράρουν στις μεταμοντέρνες γκαλερί του Μπέβερλι Χιλς, όπου τη θέση των σκουπιδιών έχουν καταλάβει τα χρήματα, τα τσεκ. Μέχρι και οι βομβαρδισμοί χωρών του Τρίτου Κόσμου, και ακριβώς σε πείσμα του ότι τα υπερόπλα αποτελούν το άνθος της τεχνολογικής ανάπτυξης, σχεδιάζονται σαν γιγάντιας κλίμακας εκκενώσεις απεμπλουτισμένου ουρανίου στις ερήμους και στους βυθούς, ύστατη ανακούφιση της υπερπαραγωγής απ' το άγχος του πλεονάσματος.

Σ' αυτή την αντίφαση υπακούει η διφορούμενη στάση μας, καθώς ζούμε παγιδευμένοι στην προϊούσα σύγκλιση περιττού και περιζήτητου, είτε πρόκειται για γνώση, είτε για εμπόρευμα, είτε για τον ίδιο τον χρόνο. Εξάλλου, το ότι αναδύονται αντιφάσεις αναγγέλλει την πιο ευχάριστη απόδειξη του ότι δεν είμαστε θεοί. Αρα, λίγη ταπεινοφροσύνη δεν θα έβλαπτε.

Φέρ' ειπείν, εν ονόματι εκείνου που ονομάζουν «ανάπτυξη», δρόμοι όλο και πιο άνετοι, όλο και πιο φαρδείς, όλο και πιο σωστά σηματοδοτημένοι, μας οδηγούν σε κάποιον επαρχιακό προορισμό όλο και πιο γρήγορα, και ακόμη πιο γρήγορα, και πιο γρήγορα, και το ζήτημα είναι να πηγαίνεις απ' την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη σε δέκα λεπτά, μολονότι κανένας δεν μπορεί να αιτιολογήσει την τυφλή, τη μανιακή αφοσίωση στο δόλωμα μιας τέτοιας πανικόβλητης μετακίνησης που τείνει να γίνει ακαριαία. Σκανδαλωδώς αναπάντητο μένει το ελατήριο, το γιατί (νιώθουμε ότι πρέπει) να ταξιδεύουμε όλο και γρηγορότερα, ειδικά τη στιγμή που η ηθική (και οικονομική εδώ που τα λέμε) αξιοπιστία όλων ανεξαιρέτως των εκκρεμουσών υποθέσεων φθίνει. Μπορούμε τουλάχιστον να παρατηρήσουμε ότι η μύχια αντίληψη του τοπίου εκμηδενίζεται: η κάποτε υπέροχη χρωματική ύφανση της υπαίθρου είναι τώρα το απορριμματικό κατάλοιπο της επιτάχυνσης. Με τον ίδιο τρόπο, το στοχαστικό και αισθαντικό τοπίο της γνώσης είναι το κατάλοιπο της υπερταχείας απόκτησης πτυχίων.

Ετσι, ένα σύνθημα όπως το ΖΗΣΕ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ παύει να παραπέμπει, έστω νοσταλγικά, σε περιόδους ευφορίας σαν τον παρισινό Μάη και γίνεται κεντρικό, επιθετικό σλόγκαν της Vodafone. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς και τους διανοούμενους, οι διαφημιστές καταλαβαίνουν εγκαίρως τι είναι εκείνο που λείπει: η παλιά, πηγαία ζωή της αυθεντικής επικαιρότητας. Ούτε στην παιδεία, ούτε στο ταξίδι, ούτε στην καλλιέργεια της γης αφομοιώνουμε πλέον τη στιγμή, αλλά η στιγμή είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να πεταχτεί στη χοάνη της αχρηστίας το ταχύτερο, να σβηστεί και να ξεχαστεί. Το πένθος της κάθε στιγμής, της κάθε ώρας, της κάθε μέρας, της κάθε χρονιάς, το μετείκασμά της στην επόμενη και στη μεθεπόμενη, αντιμετωπίζεται σαν κάτι το αδιανόητο. Η επερχόμενη στιγμή πρέπει να είναι πάντοτε καινούρια, σαν προϊόν που θα πουληθεί.

Οσο για την Αριστερά, και αναφέρομαι στην Αριστερά που δείχνει επιτέλους να ξέρει από πού έρχονται τα χελιδόνια την άνοιξη, εκείνο που πρωτίστως και με ανυποχώρητο φανατισμό αποφεύγει να θίξει είναι ο φιλοσοφικά συζητήσιμος χαρακτήρας της αμήχανης συναίνεσής της σ' αυτή την εξέλιξη, διότι η απάντηση δεν θα μπορούσε παρά να είναι ενοχοποιητική: φτάσαμε ώς εδώ ειδικά προσπερνώντας τη στιγμή, σαν ψυχικό αγκυροβόλιο του ανθρώπου και διαγράφοντάς την• τα καταφέραμε πιστεύοντας ότι η ζωή όχι μόνον δεν πρέπει να επιδιώκει την απεριόριστη διαπλάτυνση του αθρόου συμβάντος, τόσο σημαντικού άλλωστε για τη βαθμιαία συνειδησιακή αναπροσαρμογή των παιδιών και των εφήβων, αλλά οφείλει να εξαντλείται στη στρατηγική και στο «ορθολογικό» ξετύλιγμα πενταετών πλάνων, χώρια τα ανδραγαθήματα στην παπαγαλία, που ευφραίνουν τους καθοδηγητές. Η στιγμή της τωρινότητας κρίθηκε άχρηστη, διότι η απόλαυσή της ήταν ψυχικής τάξης. Ηδη το ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ! είχε γίνει πριν από λίγα χρόνια διαφημιστικό σλόγκαν ενός διάσημου αναψυκτικού, όταν έφηβοι-πρότυπα, εκτελώντας δύσκολες φιγούρες πάνω στο σκέιτ, απολάμβαναν τη στιγμή συμμετέχοντας μέσω φαντασιακών εκφορτίσεων αδρεναλίνης στην εκσπερμάτιση των φυσαλίδων του ανθρακικού. Οι διανοούμενοι θεώρησαν αυτή την πλαγίως διοχετευόμενη ενέργεια σπατάλη, την υποτίμησαν: κανείς δεν βρέθηκε να τη συσχετίσει με το αίτημα μιας εξέγερσης ενάντια στη δικτατορία μιας τεχνολογίας που είχε καταστήσει το παρόν ανυπόφορο• σερφάροντας, τα παιδιά κυνηγούσαν τον φωτοστέφανο της στιγμής που αιωνίως διαφεύγει.

Απέναντι σ' αυτή την υφαρπαγή της αυθεντικότητας της εμπειρίας, η Αριστερά είχε μείνει εξαρχής απαθής, απορροφημένη από τον γρίφο των εσωκομματικών ισορροπιών. Ακόμη σήμερα, συμφωνεί με τους υπόλοιπους, είτε πρόκειται για τα ακαδημαϊκά στελέχη, είτε για τον Μπαράκ Ομπάμα, είτε για τις πολυεθνικές που διαφημίζουν τα προϊόντα τους μ' έναν υπερθεματισμό της αξίας τού «αύριο», στο ότι επιβάλλεται να στραφούμε αποκλειστικά προς το μέλλον, δίχως αλληλεπίδραση με το εκκρεμές πένθος των βιωμάτων του παρελθόντος, τα οποία ματαίως περιμένουν να τα μετατρέψουμε σε διδάγματα. Και για την Αριστερά, λοιπόν, η θέση του αιτήματος ΖΗΣΕ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ είναι ήδη κατειλημμένη απ' το απατηλό πνεύμα της «επικοινωνίας» αλά Vodafone, με αντιπαροχή το πολυθρύλητο ΚΟΙΤΑΖΩ ΜΠΡΟΣΤΑ και τις συναφείς μετωνυμίες του σημείου φυγής, όπου μετακυλίονται όλες οι υπεσχημένες ανταμοιβές της μελλοντολαγνίας. Αντί να ζήσουμε τη στιγμή, παρατείνοντάς την, αντιληφθήκαμε το ζην ως κάτι το στιγμιαίο.

Κοντολογίς, η εποχή, η γενική τάση, πίεζε να συλλάβουμε το ζην ως την αέναη διαδοχή εκείνου που έπαψε να υφίσταται (παρελθόν) κι εκείνου που δεν έφτασε ακόμη (μέλλον), σαν σε παρωδία του αριστοτελικού ορισμού του παρόντος. Καταλήξαμε, συνεπώς, στο ζωή= μηδέν, όπως ας πούμε στην εκπαίδευση, όπου η ζωή, η πραγματική ζωή που έπρεπε να ρέει ανάμεσα στις ψυχικές μαρμαρυγές των προσώπων μεγεθύνοντάς τες, συγχέεται σκόπιμα με τη ζωή ως συνεσταλμένο λειτουργικό μέγεθος που μελετάται απ' τη βιολογία: «Η ζωή», γράφει ο Ζακ Τεστάρ, και με το δίκιο του, «είναι ένα θανάσιμο νόσημα που μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή». Μπείτε στο κύτταρο, σύντροφοι. Αυτό θα είναι, στο μέλλον, το στρατηγείο μας. Ηδη οι διασπάσεις των ομάδων θυμίζουν φράκταλ.

Οταν αναφερόμαστε στην αίσθηση του τέλους της Ιστορίας (και όχι βέβαια με την αφελή έννοια που δίνει ο Φουκουγιάμα), εννοούμε αυτή την άμβλυνση της μνήμης των αλληλοδιαδοχικών παρόντων, που έχασαν την τρισδιάστατη υφή τους. Μια παρόμοια άμβλυνση είναι, για τον ψυχισμό των παιδιών, εξουθενωτική. Φωτογραφίζοντας με τα κινητά τους τηλέφωνα το κάθε τετριμμένο στιγμιότυπο, τα παιδιά παύουν να θεωρούν τη στιγμή του παρόντος σαν τον τόπο όπου αίρεται η άρθρωση παρωχημένου/επικείμενου ώστε να επιτραπεί η εμβάθυνση των διαπροσωπικών σχέσεων, και υποχρεώνονται να μεταθέσουν τα συναισθήματά τους είτε στο παρελθόν (στο αρχείο) είτε στο μέλλον (στο ψυγείο), ενώ οι υπαινιγμοί των ταινιών του σινεμά γύρω απ' την παλιά ρομαντική πίστη ότι «το παρόν διαρκεί όσο ένα ερωτικό φιλί» τους φαίνονται αδιάφοροι ή ευτράπελοι.

Ετσι, απ' την πλευρά της, με ελάχιστες παραφωνίες, η Αριστερά δυσκολεύεται να καταλάβει ότι, αν τα παιδιά δυσανασχετούν και εξεγείρονται, δεν είναι διότι τους κλέβουν το μέλλον, όπως το θέτει λ.χ. ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά διότι τους κλέβουν το παρόν, τους κατάσχουν την εφηβεία, απομακρύνοντάς τα απ' το σημείο βρασμού των συμβάντων και αφαιρώντας τους τη δυνατότητα μιας ζωηρής συμμετοχής στον ενεστώτα των συγκινήσεων. Μέχρι και τα σπασικλάκια γκρινιάζουν για την έλλειψη χρόνου. Σχολείο, φροντιστήρια, βίντεο, SMS, Ιντερνετ, ερωτικές σχέσεις, συναισθηματικές διευθετήσεις, αλληλεγγύη, οικογένεια, σπορ, τα πάντα διεκπεραιώνονται μάλλον παρά συμβαίνουν, τα πάντα συνιστούν παράλληλα, ασύνδετα αθροίσματα και όχι διαλεκτικές αλληλουχίες γεγονότων -και μάλιστα διεκπεραιώνονται όλο και ταχύτερα, όλο και πιο ανώδυνα, όλο και πιο άψυχα, δίχως αντήχηση και δίχως σαφή, εντυπωμένα, επιβλητικά αναμνησιακά ίχνη. Περί αυτού πρόκειται: καθώς η ζωή τους γίνεται το βασικό απόβλητο, τα παιδιά πεθαίνουν από πλήξη1.

Ευτυχώς ή δυστυχώς, ξέρουν, ενστικτωδώς, ότι μια τέτοια πλήξη δεν αποτελούσε συστατικό της δυστυχίας των πατεράδων• οι τελευταίοι μπορεί να πείνασαν ή να στερήθηκαν κοινές απολαύσεις, όμως μετείχαν σ' ένα φάσμα πραγματικότητας απείρως λιγότερο περιορισμένο. Ωστόσο οι πολυάσχολοι πατεράδες δεν είναι διαθέσιμοι σε αναπολήσεις και αναδρομές• είναι υπερβολικά (αλλά και βολικά) αφοσιωμένοι στο κυνήγι του επιούσιου, ανεξαρτήτως του αν ο επιούσιος συμπίπτει με το νέο μοντέλο της BMW. Το πολύ πολύ να μιλήσουν για το ματς της Κυριακής, όμως είναι ηλίου φαεινότερο ότι το παιδί δεν χρειάζεται τη συντροφιά ενός επιπλέον φίλου αλλά μάλλον έναν πατέρα, δηλαδή κάποιον εν ονόματι της λογικής και ηθικής υπευθυνότητας του οποίου θα μπορέσει να διακρίνει ανάμεσα στα εφήμερα κέρδη ενός δοκιμαζόμενου εγωισμού και στις γλυκύτητες της συμπόνιας, για τις οποίες τόσοι και τόσοι ειρωνεύτηκαν τόσους και τόσους κατά καιρούς -και ο πατέρας αυτός απουσιάζει. Λυπάται κανείς, όμως δεν εκπλήσσεται, στη σκέψη ότι μια τέτοια θεωρία των βαθύτερων αναγκών δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να 'χε απασχολήσει τον μαρξισμό. Μαρξιστές και θεωρητικοί του φιλελεύθερου καπιταλισμού συμφωνούσαν ανέκαθεν ότι το ζήτημα είναι αποκλειστικά οικονομικής τάξης κι ότι ο άνθρωπος ήταν απλώς ένα πρόσχημα, ένα μέσο, για να κινείται το κεφάλαιο εδώ κι εκεί διαβρώνοντας τον χωροχρόνο των αριθμών και των δανείων. Η ζωή εξοφλείται με δόσεις.

Κτηνοτρόφοι και γονείς που εκτρέφουν παιδιά πρέπει να μοιραστούν τις επιδοτήσεις από το Πλαίσιο Στήριξης.

Οι αγρότες μισούν τις υποσχέσεις και τα παιδιά δεν αντέχουν να ζουν στον μέλλοντα, πόσω μάλλον τον τετελεσμένο, όπως στις δημοσκοπήσεις. Καλλιεργώντας τα σκουπίδια, περιμένοντας τη συγκομιδή, αναρωτούνται, όπως κι εμείς εξάλλου, αν το μέλλον θα χωρέσει τα φορτία του ανακυκλούμενου παρελθόντος• η ανακύκλωση δεν αφήνει πίσω της τίποτα. Το παρόν είναι η χωματερή του μέλλοντος.

Καταργείται άρα και το δικαίωμα στην τεμπελιά και στον ρεμβασμό, που αντιπροσωπεύει την ουσία της παιδικότητας. Το μέλλον είναι το παρόν εν ώρα εργασίας. Απεναντίας, το παρόν εν ώρα αναπαύσεως είναι αληθώς ο εαυτός του, αλλά τέτοιου είδους χαρές έχουν χαθεί απ' το προσκήνιο. Μιλάω για το παρόν που στοιχειοθετείται ανάμεσα στο «θέλω» και το «δεν έχω», το παρόν της επιθυμίας ως υποκειμενικότητας που καίει. Οι έφηβοι, φέρ' ειπείν, συνειδητοποιούν τη φρικίαση του παρόντος λίγο πριν απ' τις εξετάσεις, όταν οι προσταγές τούς επιβάλλουν εμφατικά «να σκεφτούν το μέλλον τους». Ομως δεν έχει σημασία το να χάσεις το λεωφορείο, παίρνεις το επόμενο• δεν έχει σημασία το αν θα σε παρατήσει το κορίτσι σου, βρίσκεις το επόμενο, δεν έχει σημασία το να αποτύχεις σε ένα τεστ, θα περάσεις το επόμενο, όλα παραπέμπουν στην αμέσως επόμενη εκδοχή του εαυτού τους μέσα σε κλίμα επιταχυνόμενης ανταπόκρισης και συνάμα αδιαφορίας. Δεν έχει σημασία κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα στο κινητό, θα λάβεις το επόμενο. Αυτή η απάθεια είναι, ενδεχομένως, κατά ένα μέρος υποκριτική, σαν εξωτερίκευση της αμηχανίας που παράγεται ως ψυχικό κατάλοιπο απ' την αυτόματη προσαρμογή στο στιλ της εποχής• ίσως πάλι δηλώνει προϊούσα, γνήσια παραίτηση από το ενδιαφέρον των σημασιών, αφού αυτές οι τελευταίες μόνον ενδιαφέρουσες δεν είναι. Οποιος λοιπόν υπερασπίζεται με ειλικρίνεια τα παιδιά, οφείλει να παραδεχθεί πως αυτή η παραίτηση είναι δικαιολογημένη. Δεν μας μιλάνε όχι διότι δεν τους ακούμε αλλά επειδή δεν τους απευθύνουμε καν τον λόγο. «Διάβασες;» «Εφαγες;» Κι εκεί τελειώνει.

(Συνεχίζεται.)

1. Θυμάμαι τη ζωή στον Ναυτικό Ομιλο της Κέρκυρας στη δεκαετία του '60, όπου 10 έως 15 παιδιά, σε όλες τις βαθμίδες της εφηβείας, ζούσαμε μια πλήρη, περιπετειώδη ζωή, στις παραλίες, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Με πρόσχημα την ιστιοπλοΐα είχαμε αφήσει τους εαυτούς μας να υιοθετηθούν απ' την ίδια τη θάλασσα - πρώτοι έρωτες, φιλίες, τσακωμοί, σκασιαρχείο, όλων των ειδών τα παιχνίδια, μάθημα αγγλικών με τους τουρίστες, ακόμη και προσωρινή εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας, όλα περνούσαν από κει, ήταν το θέατρο των συμβάντων. Σε μια επίσκεψη που έκαναν 35 χρόνια αργότερα είδα παιδιά που δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους, να κατεβαίνουν στον όμιλο με το αυτοκίνητο, συνοδευόμενα απ' τους γονείς τους και κρατώντας ένα σακ βουαγιάζ με την επώνυμη φόρμα, άλλαζαν σιωπηλά ή βαριεστημένα και έκαναν προπόνηση για δύο ώρες, μέχρι να ξανάρθει το αυτοκίνητο και να αποχωρήσουν, με τρόπο εξίσου μοναχικό, για την επόμενη προγραμματισμένη ενασχόληση. Ρώτησα τον Κώστα Πρίφτη, έναν παλαίμαχο φίλο μου, αν υπήρχε εκεί πέρα έρωτας, εννοώντας έρωτας για τη θάλασσα, για τις παρέες, για το καλοκαίρι κ.λπ. Μου απάντησε, το θυμάμαι ακόμη: «Αυτό ξέχνα το!».
Read more!